Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

 



ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ




ΣΗΜΕΡΑ ΜΑΥΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ 
Ερμηνευτές: Χρόνης Αηδονίδης – Νεκταρία Καραντζή
Άλμπουμ: Επικράνθη (2006)
Έκδοση: Αποστολική Διיακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα

σήμερα όλοι θλίβον̂ται και τα βουνά λυπούν̂ται.

Σήμερα το ‘βαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι

για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάν̂των Βασιλέα.

 

Η Παναγιά, η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της

την προσευχή [→ τημ̂προσευχή] της έκαμνε για το Μονογενή της.

Φωνή ακούει εξ Oυρανού κι απ’ Aρχαγ̂γέλου στόμα:

-Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιיες.

Το γιο Σου τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε [→ τομ̂πάνε].

Σαν κλέφτη [→ σαγ̂κλέφτη] τον δικάζουνε και στο χαλκιά τον πάνε

[→ τομ̂πάνε].

 

Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε [→ σαν̂τάκουσε], πέφτει λιγοθυμάει.

Σταμνιά νερό της χύνουνε, τρία καράτια μόσχο.

Κι αφού της ήρθε ο λογισμός, κι αφού της ήρθε ο νους της

ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει.

Τηράει δεξιיά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει.

Τηράει και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.

-Άι Γιάννη μου, Αφέν̂τη μου, και μαθητή του γιου μου

μην είδες το παιδάκι μου και σε το Δάσκαλό σου;

-Τον βλέπεις Κείνον το γυμνόν, τον παραπονεμένον [→

τομ̂παραπονεμένον], όπου φορεί στην κεφαλή [→ στηγ̂κεφαλή]

στεφάνι αγ̂καθένιο;

 

Η Παναγιά Τον σίμωσε και Τον γλυκομιλούσε.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου!

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, τι να σου μολοήσω;

Ήτανε θέλημα Θεού, βούληση του Πατέρα.

Μόνο το Μέγα Σάββατο, κον̂τά στο μεσονύχτι

όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμ̂πάνες

κι ανάψουνε στις εκκλησιές ολόχρυσες λαμ̂πάδες 

τότε και συ, Μανούλα μου, να πας να με παν̂τέχεις.


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

 Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

              י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.



Καλό Πάσχα
με περισσότερη φρον̂τίδα και αγάπη
απ όλους μας για τη γλώσσα!...


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

1922-2022: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙἈΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ





ΟΙ ΕΥ̖ΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ



Ο ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ
Στιχουργός: Iάκωβος Καμ̂πανέλλης
Συνθέτης: Σταύρος Ξαρχάκος
Ερμηνευτές: Νίκος Ξυλούρης - Τζένη Καρέζη

Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι

χαροκαμένο Εσκί Σεχίρ, αρχον̂τοπούλα Σμύρνη

 

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά

ο τάφος σου άδειος και σε μια γωνιά

μια χούφτα λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά

αν̂τί για σε αναστήθηκε η Τουρκιά, η Πόλη πάει

και η Σμύρνη στη φωτιά, διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά

στερνή φωνή στην ερημιά, την Προύσα [→ τημ̂προύσα] καίνε

και στο Αϊβαλί, σταυρός, αγ̂κάθι, ξύδι και χολή

 

Κλάψτε για το Καραχισάρ και για τα Μοσχονήσια

δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος στην Προύσα [→

στημ̂προύσα]

 

Χαμένη γη και προσφυγιά, τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά

κομμάτια μου ψάχνω να βρω, να κάνω ρίζες, να ξανασταθώ

και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί

όλοι μάς σφάζαν και μας πνίγανε μαζί

Εγ̂γλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί

 

Από πού παν στον Κασαμπά* [→ στογ̂κασαμπά], στην Πάρσα [→

στημ̂πάρσα] και στ’ Αξάρι

δεν πάνε [ δεμ̂πάνε] πια στην Αμισό, στο Αζάχτι ή στο Αξάρι 

*τουρκ. kasaba (= κωμόπολη)

 

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά

μες στου πετρέλαιου τη δρακοσπηλιά

να σ’ αναστήσω ήρθα μ’ όνειρα παλιά

πέτρινε, πεθαμένε βασιλιά

 

Κατακαημένο (χαμένη γη και προσφυγιά) Αϊβαλί (τα πόδια εδώ,

αλλού η καρδιά) και παινεμένο (κομμάτια μου ψάχνω να βρω)

Αϊδίνι (να βάλω ρίζες, να ξανασταθώ), χαροκαμένο (και να φωνάξω

με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί) Εσκί Σεχίρ, αρχον̂τοπούλα

(όλοι μάς σφάζαν και μας πνίγανε μαζί, Εγ̂γλέζοι, Γάλλοι κι

Αμερικανοί) Σμύρνη


ΟΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ (Μοιρολόι)
Ψάλλουν οι μοναχές της Ιεράς Μονής Παμ̂μέγιστων Ταξιαρχών Πηλίου

Όλα μας τα καράβια πίσω γυρίσανε

σπασμένα τα κατάρτια, σχισμένα τα πανιά

ήρθαν από τη Σμύρνη κι από τα Μουδανιά


Φέραν των εκκλησιών μας τα δισκοπότηρα

παιδιά, γυναίκες, γέρους, γένος ρωμιών πολύ

τις ρίζες της φυλής μας απ’ την Ανατολή

 

Μα ένα μικρό καράβι πίσω δε γύρισε

ποιους κάβους αρμενίζει, ποια πέλαγα γυρνά

και πουθενά δε φτάνει, δε βγαίνει πουθενά


Χρόνια το καρτερούμε και χρόνια πέρασαν

δεν το [→ δεν̂το] είδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαϊτός

μήτ’ ερημίτης φάρος, μήτ’ άστρο της νυκτός


Ωιμέ!... Ω!

 

Τάχα να ‘χει βουλιάξει, τάχα να στοίχειωσε

δε θα ξανά ‘ρθει τάχα στην πατρική [→ στημ̂πατρική] του ακτή


Ωιμέ!... κι έχει φορτώσει το πιο ακριβό φορτί

 

Όλα τα χάσαμ όλα και μόνο φόρτωσε

το πιο σμικρό καράβι την ώρα του χαμού

φόρτωσε την ελπίδα του ξαναγυρισμού

 

Έλα μικρό καράβι, έλα ξεφόρτωσε

δώσ’ μας το θησαυρό σου κι άνοιξε τα πανιά

ολόισια για τη Σμύρνη και για τα Μουδανιά


Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Στιχουργός: Πυθαγόρας
Συνθέτης: Απόστολος Καλδάρας
Ερμηνεύτρια: Χάρις Αλεξίου

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

που λένε τα γραμμένα

τo ‘να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε

δε γύρισε κανένα (δις)

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

που λένε τα γραμμένα

 

Για το μαρμαρωμένο βασιλιά

ούτε φωνή, ούτε λαλιά

τον τραγουδάει [→ τον̂τραγουδάει] όμως στα παιδιά

σαν παραμύθι [→ σαμ̂παραμύθι] η γιαγιά

 

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

που λένε τα γραμμένα

το ‘να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε

δε γύρισε κανένα

 

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

δυο πετροχελιδόνια

μα εκεί εμείνανε κι όνειρο γίνανε

και δακρυσμένα χρόνια (δις)

Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

δυο πετροχελιδόνια

 

Για το μαρμαρωμένο βασιλιά

ούτε φωνή, ούτε λαλιά

τον τραγουδάει [→ τον̂τραγουδάει] όμως στα παιδιά

σαν παραμύθι η γιαγιά


Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά

δυο πετροχελιδόνια

μα εκεί εμείνανε κι όνειρο γίνανε

και δακρυσμένα χρόνια (τρις)


ΒΟΣΠΟΡΟΣ
Στιχουργός-Συνθέτης: Νίκος Ζούδιαρης
Ερμηνευτής: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες

φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές

κι αν δεις εκεί ψηλά στις πολεμίστρες

θα δεις να σε κοιτάζουνε μορφές (δις)

 

Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει

και στα καν̂τούνια μέσα σε γυρνά

η Πόλη μια παλιά αγαπημένη

που συναν̂τάς σε ξένη αγ̂καλιά (δις)

    

Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο

’) αλλάζουνε εν̂τός μου, τα σύνορα του κόσμου (δις)

 

Τη βρήκα στις στροφές των ποιημάτων

με τις βαριές χανούμισσες να ζει

και ρίχνω μες στο στόμα των αρμάτων

την κούφια [→ τηγ̂κούφια] μου αλήθεια, τη μισή (δις)

    

Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο

αλλάζουνε εν̂τός μου, τα σύνορα του κόσμου (δις)


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

 Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

              י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.



Γιατί οι μνήμες, όσο πλησιיάζει ο καιρός,
πληθαίνουν... δε σβήνουν ποτέ


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής