Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Η ΕΡΡΙΝΗ ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΠΡΟΑΝΑΓ̖ΓΕΛΘΕN̖TΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΗΣ






ΟΙ ΣΗΜΑN̖TΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΨΗΦΩΝ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΡΡΙΝΗΣ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ


Προφανώς και αναφέρομαι στην παν̖τελή αγνωσία των κανόνων προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής, με συνέπεια το σταδιακό εκφυλισμό, στο προφορικό επίπεδο της γλώσσας.

- Από πού απορρέει η θέση αυτή;

Πάμε λοιπόν στο Σχολείο να δούμε τι ακριβώς διδάσκεται -ή μάλλον τι δε διδάσκεται, εδώ και πολύν καιρό- όσον αφορά τα δίψηφα σύμφωνα.

1η Επισήμανση:

Ανέφερε ποτέ κανείς δάσκαλος στα παιδιά -τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια- ότι το [γ] στο μέσον της λέξης, πριν από άλλο ουρανικό σύμφωνο [χξ, γ, κ] είναι έρρινο, δηλ. μία άλλη μορφή του [ν];

π.χ.: αγχόνη → ανχόνη, ελέγξιμος → ελένξιμος, επομένως: εν+γόνος → εγ̖γονός [νγγ], συν+κατάθεση → συγ̖κατάθεση [νγκ]

Αν̖τ αυτού διδάσκεται ότι: γ+γ/γ+κ=γγ/γκ, μ+π=μπ, ν+τ=ντ, δηλ. ενισχύεται ο μονοφθογ̖γισμός των δίψηφων συμφώνων και η άρρινη προφορά της γλώσσας μας.

π.χ.: εγγονός/συγκατάθεση, συμπορεύομαι, παντελής

2η Επισήμανση:

Προέτρεψε ποτέ κανείς τα παιδιά να δοκιμάσουν να πουν λ.χ. τις λέξεις [συν~κατάθεση], προφέρον̖τας το [ν] καθ’ όλη την διיάρκεια της συνεκφοράς τους και να επιχειρήσουν να επιταχύνουν σταδιακά, προκειμένου να αν̖τιληφθούν τι θα συμβεί (φωνολογική τροπή), τι δηλ. εν̖τέλει θα ακούσουν [συγ̖κατάθεση] (νγκ);

3η Επισήμανση:

Δοκίμασαν να κάνουν το ίδιο και με τους άλλους συνδυיασμούς [ν+π] ή [μ+π] και [ν+τ], διיατηρών̖τας τον ήχο του [ν] ή του [μκαθ’ όλη την διיάρκεια της συμ̖προφοράς;

4η Επισήμανση:

Το ηχηρό [ν] είναι που εισβάλλει στα άηχα [κ], [π], [τ] και τα τρέπει στα αν̖τίστοιχα ηχηρά τους [γκ], [μπ], [ντ], ή ενεργοποιεί το [μ] στην περίπτωση του [π]. (Ανάλογη περίπτ. με αυτήν του [σ], που πριν από ηχηρό σύμφωνο τρέπεται σε [ζ] - π.χ. κόσμος → κόζμος, ασβέστης → αζβέστης).

Χωρίς το [ν] δεν μπορεί να γίνει καμία από τις παραπάνω φωνολογικές μετατροπές. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να αφομοιώνεται; Διיαφορετικά και στην περίπτωση της φωνολογικής τροπής του [σ] σε [ζ], το παρακείμενο ηχηρό θα απαλειφόταν, δηλ. αν̖τί των [κόζμος/αζβέστης] θα λέγαμε [κόζος/αζέστης].

5η Επισήμανση:

Αναφερόμαστε στον κανόνα του τελικού -ν και συγ̖κεκριμένα στη διיατήρησή του σε κάποιες λέξεις, όταν η επόμενη αρχίζει από συγ̖κοπτόμενο σύμφωνο [κπτ ,ξ, ψ, γκ, μπ, ντ, τζ, τσ].

Εξηγούμε όμως το λόγο που συμβαίνει αυτό -κάτι για το οποίο πολύ αμφιβάλλω- και εάν ναι, επισημαίνουμε ότι κατά τη συνεκφορά των λέξεων το [ν] δε χάνεται και πρέπει πάν̖τα να ακούγεται, ή στεκόμαστε απλώς στο να αποδοθεί στο γραπτό λόγο;

Δείτε εδώ:

Ο παραμελημένος προφορικός λόγος - Το ευ̖φωνικό [Ν] μάς τιμωρεί

6η Επισήμανση:

Μένουμε στην επεξήγηση ή κάνουμε και επαναληπτικές ασκήσεις;

Γιατί αν επισημαίνεται μόνο τι συμβαίνει στο γραπτό λόγο, πώς μετά το παιδί να μην πει: τονκύριο (< τον κύριο), δενπάω (< δεν πάω), μην-τρέχεις (< μην τρέχεις) κ.λπ.

Σε αυτή την περίπτωση αναφέρει ο δάσκαλος στο παιδί ότι δε λέμε συνκατάθεση, ένπορος ή παν-τελής, ώστε να μπορούμε να πούμε τα παραπάνω και ότι τα [ν+κ], [ν+π] και [ν+τ] (όπως είδαμε σε προηγούμενες επισημάνσεις), τρέπον̖ται σε [γ̖κ], [μ̖π], [ν̖τ];

7η Επισήμανση:

Όταν πάλι το παιδί έχει οριστικά ταυτίσει τα [ν+κ], [ν+π] και [ν+τ] με τα [γκ], [μπ] και [ντ] αν̖τίστοιχα (βλ. προηγούμενη αναφορά), πώς είναι δυνατόν να αποφύγει να πει: τογκύριο (< τον κύριο), δεμπάω (< δεν πάω), μηντρέχεις (< μην τρέχεις) κ.λπ.

8η Επισήμανση:

Είμαστε σε θέση, πέραν της κακοφωνίας, να αν̖τιληφθούμε πού εννοιολογικά παραπέμ̖πουν οι αποδόσεις: το γκύριο (< τον κύριο), το μπόρο (< τον Πόρο), το ντάσο (< τον Τάσο) -προφανώς και αναφέρομαι στο γένος των ουσιיαστικών, των επιθέτων ή των κυρίων ονομάτων- ή έχουμε συνηθίσει πια τα ακούσματα και δε μας κάνουν καμία αίσθηση;

9η Επισήμανση:

Ύστερα από αυτό, γιατί -κάποια στιγμή- το παιδί να μην παραλείψει το [ν] και στο γραπτό λόγο, δηλ. το κύριο, δε πάω, μη τρέχεις κ.λπ. (φαινόμενο που έχει επίσης παρατηρηθεί), αφού κατά τη συμ̖προφορά τους δεν ακούει κανένα [ν] (ή [μ] στην περίπτ. του [μπ]);

Η συγ̖κεκριμένη επισήμανση καταρρίπτει τον όποιο ισχυρισμό περί άρρινης προφοράς στην Κοινή Νεοελληνική Γλώσσα.

Εφόσον τα [κ - γκ], [π - μπ] και [τ - ντ] απαρτίζουν φωνητικά ζεύγη (άηχο-ηχηρό) [στη γλώσσα των μαθηματικών θα λέγαμε ότι είναι ισοδύναμα, αφού η διיαφορά τους έγ̖κειται αποκλειστικά στην ηχηρότητα] και η απαλοιφή του [ν], όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από συγ̖κοπτόμενο σύμφωνο δεν είναι αποδεκτή από τη Γραμματική, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε στον Προφορικό Λόγο. Διיαφορετικά δεν έχει πλέον νόημα ο κανόνας.

κ⇔γκ, π⇔μπ, τ⇔ντ (άηχα-ηχηρά, ισοδύναμα)

το κύριο⇔το γκύριο, δε πάω⇔δε μπάω, μη τρέχεις⇔μη ντρέχεις 

ν+κνγκ [γ̖κ] , ν+πμμπ [μ̖π], ν+τνντ [ν̖τ]

τον κύριοτογ̖κύριο, δεν πάωδεμ̖πάω, μην τρέχειςμην̖τρέχεις

Επομένως: ν+κγκ, μ+πμπ  ν+τντ δεν υφίσταν̖ται στη

συμ̖προφορά.

Άρα δεν μπορεί να υφίσταν̖ται και μέσα στη λέξη.

π.χ.: συν+κατάθεση≠συγκατάθεση

το οποίο σημαίνει ότι ο Κανόνας της Γραμματικής δε συνάδει με την άρρινη προφορά -ή αν προτιμάτε να το εκφράσω διיαφορετικά- η άρρινη προφορά εναν̖τιώνεται στο γλωσσικό μας κανόνα (!)

10η Επισήμανση:

Αφού το παιδί κατανοήσει πρώτα τις παραπάνω συμ̖προφορές θα γίνει η αναφορά στα άρρινα [γκ], [μπ], [ντ], τα οποία απαν̖τούν κατά το πλείστον στην αρχή της λέξης (π.χ.: γκρεμός, μπαίνω, ντύνω), και δεν έχουν καμία σχέση με τα [γ̖γ/γ̖κ], [μ̖π], [ν̖τ].

Η αναφορά: γ+γ/γ+κ=γκ, μ+π=μπ και ν+τ=ντ στην οποία στέκεται η τρέχουσα Σχολική Γραμματική (βλ. παρακάτω φωτογραφία), πέραν του ότι είναι άτοπη, οδηγεί το παιδί κατευθείαν στην άρρινη προφορά της γλώσσας (!)

Εδώ το σχετικό άρθρο:

Καταδικασμένα διיά παν̖τός τα παιδιά να μη μάθουν να προφέρουν σωστά την ελληνική γλώσσα

Κράτησα τη σημαν̖τικότερη ίσως επισήμανση για το τέλος:

Ειπώθηκε ποτέ στα παιδιά ότι τα [μ̖π], [ν̖τ] μέσα στη λέξη μπορεί να

είναι μία άλλη μορφή των [μβ], [νδ];

μβμ̖π  π.χ.: κολύμβηση  κολύμ̖πι, κόμβος → κόμ̖πος

νδν̖τ  π.χ.: ένδεκα → έν̖τεκα, άνδρας → άν̖τρας

μπμβ  (αφού: κολύμπι=κολύβηση, κόμπος=κόβος)

ντνδ  (αφού: έντεκα=έδεκα, άντρας=άδρας)


ΣΥΜ̖ΠΕΡΑΣΜΑ-ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ:

Και δεν κάνουμε αυτά που πρέπει (υπενθυμίζω πως η Ορθοφωνία δε διδάσκεται στις Παιδαγωγικές Σχολές) και ό,τι κάνουμε το κάνουμε λάθος!

Λέτε τελικά να είμαστε σοφότεροι από τη γλώσσα μας -που κατά κοινή ομολογία θεωρείται η μητέρα των γλωσσών, τουλάχιστον, του Δυτικού Πολιτισμού- και να μπορούμε να διδάσκουμε ό,τι θέλουμε και όπως θέλουμε;...

Σε αυτό το σημείο παραθέτω και την άποψη όσων υποστηρίζουν, ότι ο φυσικός ομιλητής μπορεί να γνωρίζει*(;) τον Κανόνα της Γραμματικής, ωστόσο πολλές φορές στον καθημερινό του λόγο οι φθόγ̖γοι [μ], [ν] εξαλείφον̖ται, χωρίς η παράλειψή του αυτή να θεωρείται σημαν̖τική και συνεπώς αξιόμεμπτη.

Καταρχάς πόσοι εξ ημών γνωρίζουν τον κανόνα και εάν ναι, πόσοι έχουν εξασκηθεί επαρκώς, προκειμένου να μπορούν να τον εφαρμόζουν; (Παρεμ̖πιπτόν̖τως, για όσους δεν το γνωρίζουν, υπάρχουν πολλές ασκήσεις που μπορεί να κάνει κανείς για αυτό το σκοπό). 

Βέβαια αν̖τιλαμβάνομαι τι σημαίνει κάποιος -σε καθημερινή βάση- να βάλλεται από λανθασμένα ακούσματα, πόσο μάλλον όταν δεν είναι εξοικειωμένος με την ορθή εκφορά των λέξεων.

Πέραν αυτού, ο καθένας μας είναι ελεύθερος να εκφράζεται όπως θέλει.

Εάν όμως υιοθετήσουμε την παραπάνω άποψη, τότε θα πρέπει να αποδεχτούμε και αποδόσεις όπως οι: άθρωση, εδγιαφέρον, συφέρον, καθχιερωμένη, συχαρητήρια, εικοσπέντε, υπηρησία, δικιολογητικά, ποίμα, αλκολικός, αξωματικός, δγιεύθυση, θυροειδής, εσκαφέας, εκτώσεις, πεντακόσα, περσσότερο, πάνλευκος, ζάμπλουτος, φχαριστώ, καλησπέρα σς κ.ά., που εν τη ρύμη του λόγου συχνά λέγον̖ται και οφείλον̖ται, είτε στην άγνοια, είτε στην ακηδία του ομιλητή και την ταχυλογία.

Αστεία πράγματα!... Τι κι αν επηρεάζεται η άρθρωση, αποδομείται ο λόγος, βάλλεται η μουσικότητα της γλώσσας, η ετυμολογική και σημασιολογική της αξία! Φτάνει να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Εάν το ζητούμενο είναι απλώς αυτό, τότε μια χαρά είμαστε, δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτε.

Την ποιότητα όμως της σκέψης και της έκφρασης, μόνο μία καλλιεργημένη γλώσσα μπορεί να την παρέχει. Και η Ελληνική έρχεται πρώτη σε αυτό! Οι ξένοι γνωρίζουν πολύ καλά την αξία της, γι’ αυτό και τη μελετούν ενδελεχώς.

Και στην κύρια ενασχόλησή μου, που έχει να κάνει με το Θέατρο και την εκπαίδευση των ηθοποιών, φέρει πρώτιστη σημασία.

Έχουμε υπόψη μας σε πόσες λέξεις της γλώσσας μας απαν̖τούν τα έρρινα γ̖γ/γ̖κ, μ̖π, ν̖τ; Σε δεκάδες χιλιάδες. Ανατρέξτε μόνο στις καταλήξεις των ρηματικών τύπων στους οποίους ενυπάρχει το [ν̖τ], για να αν̖τιληφθείτε πλήρως τι εννοώ.

Αν σας ενοχλεί το συφέρον ή το εδιαφέρον, τότε πρέπει εξίσου να σας ενοχλεί και το πέντε ή το φεγγάρι. Γιατί και σε αυτή την περίπτωση χάνεται φθόγ̖γος, ασχέτως εάν δεν το καταλαβαίνετε επειδή το έχετε συνηθίσει.

Το δυστύχημα λοιπόν δεν είναι ότι συμβαίνει, αφού, πράγματι κάποια στιγμή, ο καθένα μας μπορεί να βρεθεί στην ανάλογη θέση, όσο η συχνότητα που συμβαίνει αυτό.

Γιατί όταν ακούμε πλέον τους περισσότερους Έλληνες να λένε πέντε, φεγγάρι, εκπομπή, αν̖τί των ορθών πέν̖τε, φεγ̖γάρι, εκπομ̖πή, ή τις 7 από τις 10 λέξεις που περιλαμβάνουν δίψηφα σύμφωνα να αποδίδον̖ται λανθασμένα, αυτό σημαίνει πως κάτι δε γίνεται σωστά. Κάτι δεν πάει καλά με την εκμάθηση της γλώσσας, με συνέπεια να εκφυλίζεται και να οδηγείται σε ψευδή εκφορά.

Σε μια τέτοια περίπτωση, δηλ. απούσης της Πολιτείας, δε μένει τίποτε άλλο από το να παραδεχτούμε την αδυναμία μας στο να μπορέσουμε να διיαφυλάξουμε και να μεταλαμ̖παδεύσουμε τη μεγάλη γλωσσική μας παράδοση στις επόμενες γενιές και να αποδεχτούμε τελικά την ψευδή εκφορά στη χρήση της γλώσσας μας!

Αν μη τι άλλο αυτή την παραδοχή, ακολουθούμενη από μία βαθιά συγγνώμη, την οφείλουμε, τόσο στους προγόνους μας όσο και στα παιδιά μας.


*Αυτό μου θυμίζει τη φράση «ολίγον έγ̖κυος». Γνωρίζω, εκτιμώ, πως σημαίνει κατέχω· επομένως μπορώ -ανά πάσα στιγμή- να εφαρμόζω. Διיαφορετικά δε γνωρίζω, απλώς βρίσκομαι στο στάδιο της εκμάθησης.

Υ.Γ.:

Τη στιγμή που οι ξένοι δανείζον̖ται αυτούσιες λέξεις από τη γλώσσα μας για να χαρακτηρίσουν και να προωθήσουν το αν̖τικείμενο στο οποίο δραστηριοποιούν̖ται, εμείς αμφιταλαν̖τευόμαστε εάν τελικά η προφορά της γλώσσας μας πρέπει να είναι έρρινη και μαθαίνουμε στο σχολείο τα παιδιά μας να λένε φεγγάρι;

Σύνδεσμοι: 

In modern Greek, the word for moon is fengari, “the thing that gleams.”

Fengári is a Dutch company whose name is based on the Greek word for moon.

Απόσπασμα από τη νέα Σχολική Γραμματική 

της Ε΄& ΣΤ΄ Δημοτικού (σελ. 40)


Τελικά, φαίνεται ότι η Γραμματική Τριαν̖ταφυλλίδη 
δε συνεισέφερε στην εκμάθηση της προφοράς...

ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ:

Όπου:   `   το ευ̖φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             '    η εκφορά των φθόγ̖γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.