Θα μείνω πάν̂τα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόνיτων*
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόν̂των
* με βάση τη γαλλ. προφορά (nt), του ελλην. πόν̂τος (= δρόμος, διיάβαση)
Για το Μαντράς (Μadras), το Σιγ̂καπούρ (Singapour), τ’ Αλγέρι
και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάν̂τοτε [⇒ σαμ̂πάν̂τοτε] περήφανα τα πλοία
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χον̂τρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω για τα μακρινά ταξίδια να μιλώ
κι οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει...»
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά μπροστά μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των [⇒ σαν̂των] πολλών ανθρώπων τις κηδείες
Θα μείνω πάν̂τα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόν̂των
και θ’ αποθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόν̂των
Για το Μαντράς, τη Σιγ̂καπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάν̂τοτε [⇒ σαμ̂πάν̂τοτε] περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χον̂τρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
κι οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει...»
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμ̂πρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίκτη θα χτυπήσει
Κι εγώ, που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ‘χω ‘να θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών [⇒ σαν̂τωμ̂πολλών]
ανθρώπων τις κηδείες (δις)
Ανέμισες για
μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ
πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος
ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι
Παν̂τιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν
οι γαλέρες του θανάτου
στο ρωγοβύζι
ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος
έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του
Του ταύρου ο
Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα
κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο ―πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά –ξοπίσω εμείς– και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον
ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν
μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες
στέρφες απομέναν οι αγ̂καλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια*
* ποιητική αδεία (αν̂τί του ορθού, στην μπόλια)
Ατσίγ̂γανε κι Αφέν̂τη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το
μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο [⇒ στον̂τόιχο] της Καισαριανής μάς φέραν από πίσω
κ’ ίσα έν’ αν̂τρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη
φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα [⇒ στηγ̂κόρδοβα] ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά
Βάρκα του
βάλτου ανάστροφη
φτενή, δίχως
καρένα
σύνεργα που
σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια
να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το [⇒ μην̂το] ζορίζεις
Μάτσο χωράνε
σε μια κούφιαν απαλάμη
Θυμίζεις
κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις
Ο πιο μικρός
αχολογάει μ’ ένα καλάμι
Γυαλίζει ο Σημ
της μηχανής τα δυο ποδάρια
Ο Ρεκ λαδώνει
στην ανάγ̂κη το τιμόνι
Μ’ ένα φτερό
ξορκίζει ο Γκόμπυ (Gobby) τη μαλάριיα
κι ο
στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει
Απ’ το
ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα
― Μπορώ ποτέ
να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και
γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει [⇒ τημ̂πιει] σ’ ένα ποτήρι
Ραμάν
αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια
κατάφερε το
σταυρωτό, του νότου αστέρι
σωρός να πέσει,
να σκορπίσει στα σπιράγια
και πες του
κάτω από ένα δέν̂τρο να με φέρει
Ο Τοτ, του
λείπει το ‘να χέρι μα όλο γνέθει
τούτο το
απίθανο σινάφι να βρακώσει
Εσθήρ, ποια
βιβλική σκορπάς περνών̂τας μέθη;
Ρούθ, δε
μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιיοι;
Κι έτσι μαζί
με τους εφτά κατηφοράμε
Με τη βροχή, με τον καιρό [⇒ τογ̂καιρό] που μας ορίζει
Τα μάτια σου
ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός
μ’ έναν αυλό με νανουρίζει
Κουφός ο Σάλαχ
το κατάστρωμα σαρώνει
― Μ’ ένα
ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβιיα
Μα είναι κάτι
πιο βαθύ που με λερώνει
― Γιε μου πού πας; ― Μάνα, θα πάω στα καράβια (δις)
Ήτανε εκείνη τη
νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη
εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο
πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις*
μα εσύ θυμάσαι
τη Σμαρώ και την Καλαμαριά [⇒ τηγ̂καλαμαριά]
* στην εκτέλεση ειπώθηκε γαρδάρεις, πιθανόν για λόγους ηχητικής επίτασης (Βαρδάρης-γαρδάρεις)
Ξέχασες κείνο
το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι
– Άγιε Νικόλα
φύλαγε κι Άγια Θαλασσινή–
τυφλό κορίτσι
σ’ οδηγάει, παιδί του Μοντιλιάνι (Modigliani)
που τ’
αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Απάνω στο
γιατάκι* σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει
βόλτες ψάχνον̂τας τα ρούχα σου η
μαϊμού
εχτός από τη
μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού
* γιατάκι (= στρώμα, κρεβάτι) και όχι γιακάκι, όπως ακούγεται στη συναυλία
Κάτω από φώτα
κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη Μαρία, μου είπες «σ’ αγαπώ»
αύριο, σαν
τότε [⇒ σαν̂τότε],
και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό
Έβραζε το κύμα
του γαρμπή
Eίμαστε
σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και
μου ‘πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους
παραλλήλους θα ‘χεις μπει
Κούλικο στο
στήθος σου τατού
που όσο κι αν
το καις δε λέει να σβήσει
Eίπαν πως την
είχες αγαπήσει
σε μια κρίση
μαύρου πυρετού
Βάρδια πλάι σε
κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός
του Νότου με τα στράλια
Kομ̂πολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς
καφέ πικρό
Το Άλφα του Κεν̂ταύρου μια νυχτιά
με το
παλλινώριיο πήρα κάτου
Mου ‘πες με
φωνή ετοιμοθανάτου:
― Nα φοβάσαι τ’ άστρα
του Νοτιά
Άλλοτε απ’ τον
ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις
μήνες στην αράδα
με του
καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας
νυχτερινό
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Bé*
πήρες το
μαχαίρι, δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι
απά στη λίνια
ξάστραψες σαν
φάρου αναλαμ̂πή
* παλαιότερη
γραφή του Nosy Be (νησί της Μαδαγασκάρης)
Κάτου στις
ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια
τώρα που κοιμάσαι
Tα φανάρια πια
δεν τα [⇒ δεν̂τα] θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά.