Η orthophonia.gr αποτίνει φόρο τιμής στον παγ̂κοσμίου φήμης και βραβευμένο με Όσκαρ μουσικό, Βαγ̂γέλη Παπαθανασίου -ο οποίος με τις απαράμιλλες συνθέσεις του και το γαλαξιακό του ήχο μάγεψε ολόκληρο τον κόσμο, προβάλλον̂τας τη χώρα μας ανά την υφήλιο- επιλέγον̂τας να παρουσιיάσει 3 από τα τραγούδια που έφεραν ελληνικό στίχο και συνέθεσε αυτός ο χαρισματικός και συγχρόνως εμ̂πνευσμένος δημιουργός.
Σαράν̂τα παλληκάρια
από τη Λε-, μωρ’ απ’ τη Λεβαδειά· (δις)
πάνε για να πατήσουνε την Τροπο- [→ την̂τροπο]
μωρ’ την Τροπολιτσά! [→
την̂τροπολιτσά] (δις)
Στο δρόμο που
πηγαίνανε γέρον̂τα
βρε γέρον̂τ’ απαν̂τούν: (δις)
Ώρα καλή σου
γέρο.
Καλώς τα τα,
καλώς τα τα παιδιά!
Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε ωρές,
πού πάτε ωρές παιδιά; (δις)
Πάμε για να
πατήσουμε την Τροπο- [→ την̂τροπο]
μωρ’ την
Τροπολιτσά [→ την̂τροπολιτσά]! (τετράκις)
Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε ωρές,
πού πάτε ωρές παιδιά;
Ο Μενούσης, ο
Μπιρμπίλης
κι ο Μεμέτ
Αγάς (δις)
στο κρασόπουλο
πηγαίναν
για να φαν’, να
πιουν (δις)
Κει που τρώγαν, κει που πίναν
κει που γλέν̂ταγαν (δις)
κάποιος έπιασε
κουβέν̂τα
για τις
όμορφες (δις)
Όμορφη γυναίκα
που ‘χεις
βρε Μεμέτ Αγά!
(δις)
Πού την είδες, πού την ξέρεις [→ τηγ̂κz̥έρεις]
και τη ‘μολογάς;
(δις)
Χθες την είδα
στο πηγάδι
κι έβγαζε νερό
(δις)
και της ζήτησα
φιλάκι
και μου το ‘δωσε
(δις)
Ο Μενούσης μεθυσμένος
πάει την έσφαξε (δις)
το πρωί
ξεμεθυσμένος
πάει την
έκλαψε (δις)
Σήκω πάπια μ’,
σήκω χήνα μ’
σήκω κι άλλαξε
(δις)
να σε δουν τα
παλληκάρια
και να χαίρον̂ται (δις)
Τα χρόνια μου
τα μέτρησα να βρω
το πέρασμα της
γης το ιερό.
Η αλήθεια μπρος
μας περνά
κι όποιος την
αγ̂γίζει πονά.
Τώρα ξέρω πως
κυνηγώ
μιας σβηστής
φωτιάς τον καπνό [→ τογ̂καπνό]
Στους κήπους
με τα δέν̂τρα τα νεκρά
της Κυριακής
ρωτάω τα παιδιά.
Τώρα ξέρω πως
θ’ ακουστεί
μες στη νύχτα
μια μουσική.
Μια σκληρή, τρελή μουσική
των γυμνών
καιρών αμοιβή
Η πόλη σαν το [→ σαν̂το] φίδι περπατά
με μάτια που
δε βλέπουν μας κοιτά.
Τώρα ξέρω πως
δεν μπορεί [→ δεμ̂πορεί]
η ζωή μας πίσω
να ‘ρθει.
Η αλήθεια
μπρος μας περνά
κι όποιος την
αγ̂γίζει πονά
Τώρα ξέρω πως
θα ζητώ
μιας σβηστής φωτιάς τον καπνό [→ τογ̂καπνό]
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
o η προφορά του άτονου [ζ].