Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Ο ΚΟΝΣΤΑΝ'ΤΙΝ ΣΕΡΓΚΕΓΕΒΙΤΣ ΣΤΑΝΙΣ'ΛΑΦΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΘΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ




KONSTANTIN STANISLAVSKI



Απόσπασμα από το βιβλίο:

ΠΛΑΘΟN̖TΑΣ ΕΝΑ ΡΟΛΟ (Εκδόσεις: Γκόνη - Μτφρ.: Άγ̂γελος Νίκας)


«Η λέξη, που από την αρχή της τη ζάρωσαν σα φυσαρμόνικα, µου φαίνεται σαν πρόσωπο µε σπασμένη, πατικωµένη μύτη.

Μια λέξη, που της έφαγαν το τέλος της, µου φαίνεται σαν άνθρωπος χωρίς πόδι. 

Την παράλειψη γραμμάτων ή συλλαβών την αισθάνομαι τώρα τόσο έν̂τονα σα μειονέκτημα, όσο ένα λειψό µάτι ή δόν̂τι· ή ένα παραμορφωμένο αφτί ή ἀλλο µέρος του σώματος.

Όταν κάποιος, απὀ τη συνηθισμένη του βαρεµάρα ή ανεµελιά, ανακατεύει όλες µαζί τις λέξεις σε µια άµορφη μάζα, σκέφτομαι άθελά µου µια μύγα πεσμένη σ’ ένα κιούπι μέλι, ή το φθινοπωρινό καιρό, όταν απὀ τη λάσπη, την ομίχλη και το χιονόνερο δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τίποτα.

Ο λόγος χωρίς ρυθµό, όταν η φράση ξεκινάει αργά, αφηνιיάζει στη µέση του δρόμου και µετά, πάλι απότομα, γλιστράει κάπου και χάνεται, µου θυμίζει το περπάτημα του μεθυσµένου και το λαχανιασµένο παραμιλητό κάποιου που πάσχει από χορεία* (είδος νευροπάθειας).

Θα σας έτυχε, βέβαια, κάποτε να διαβάσετε βιβλία ή εφημερίδες κακοτυπωµένες· µε λειψά γράμματα και µε διיάφορα τυπογραφικά λάθη.

Δεν είναι αληθινό μαρτύριο να κάθεσαι να κάνεις υποθέσεις και να λύνεις τα αινίγματα που σου βάζει ένα τέτοιο κείµενο;

Όμως, όσο κι αν δυσκολευτείς να τα βγάλεις πέρα μ’ ένα κακοτυπωµένο βιβλίο ή μ’ έναν κακό γραφικό χαρακτήρα, στο τέλος θα τα καταφέρεις, αν βάλεις τα δυνατά σου, να καταλάβεις κάπως το νόημα· το κρυμμένο πίσω απ᾿ τις λέξεις.

Το έν̂τυπο ή το γραπτό, βρίσκεται εκεί· μπροστά σου.

Έχεις όλο τον καιρό να το διαβάσεις ξανά και ξανά, ώσπου να ξεδιαλύνεις τα σκοτεινά σηµεία του.

Μα τι μπορείς να κάνεις στο θέατρο, όταν οι ηθοποιοί µε την προφορά τους σου προσφέρουν ένα κείµενο, όμοιο µε κακοτυπωµένο βιβλίο;

Όταν τρώνε ολόκληρα γράμματα, λέξεις, φράσεις, που συχνά έχουν πρωταρχική σπουδαιότητα για τη βασική δοµή του έργου;

Ό,τι ειπώθηκε, πάει· πέταξε.

Δεν ξαναγυρίζει.

Το έργο προχωρεί γοργά στη λύση του, χωρίς να σου αφήσει καν τον καιρό να σταθείς και να στριφογυρίσεις στο νου σου ό,τι δεν κατάλαβες».

*Κινητική διיαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ακούσιες, απρόβλεπτες, μικρής διיάρκειας, ταχείες και ακανόνιστες κινήσεις.


    Επειδή εύκολα λησμονούμε τη σημαν̂τικότητα της Ορθοφωνίας στο Θέατρο, αλλά και στην καθημερινή μας επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.


Η έκδοση του 1961
σε μτφρ. Elizabeth Reynolds Hapgood

ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

 Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

              י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

                  

Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής