Κατακαημένο
Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι
χαροκαμένο
Εσκί Σεχίρ, αρχον̂τοπούλα Σμύρνη
Μαρμαρωμένε
βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
ο τάφος σου
άδειος και σε μια γωνιά
μια χούφτα
λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.
Μαρμαρωμένε
βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
αν̂τί για σε αναστήθηκε η Τουρκιά, η Πόλη πάει
και η Σμύρνη
στη φωτιά, διπλοχαμένη Αγιά Σοφιά
στερνή φωνή
στην ερημιά, την Προύσα [→ τημ̂προύσα] καίνε
και στο Αϊβαλί,
σταυρός, αγ̂κάθι, ξύδι και χολή
Κλάψτε για το Καραχισάρ
και για τα Μοσχονήσια
δουλεύει ο Χάρος στα Βουρλά κι ο θάνατος στην Προύσα [→
στημ̂προύσα]
Χαμένη γη και
προσφυγιά, τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά
κομμάτια μου
ψάχνω να βρω, να κάνω ρίζες, να ξανασταθώ
και να φωνάξω
με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί
όλοι μάς
σφάζαν και μας πνίγανε μαζί
Εγ̂γλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί
Από πού παν’ στον Κασαμπά* [→ στογ̂κασαμπά], στην Πάρσα [→
στημ̂πάρσα] και στ’ Αξάρι
δεν πάνε [→ δεμ̂πάνε] πια στην Αμισό, στο Αζάχτι ή στο Αξάρι
*τουρκ. kasaba (= κωμόπολη)
Μαρμαρωμένε
βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά
μες στου
πετρέλαιου τη δρακοσπηλιά
να σ’ αναστήσω
ήρθα μ’ όνειρα παλιά
πέτρινε,
πεθαμένε βασιλιά
Κατακαημένο (χαμένη γη και προσφυγιά) Αϊβαλί (τα πόδια εδώ,
αλλού η καρδιά) και παινεμένο (κομμάτια μου ψάχνω να βρω)
Αϊδίνι (να βάλω ρίζες, να ξανασταθώ), χαροκαμένο (και να φωνάξω
με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί) Εσκί Σεχίρ, αρχον̂τοπούλα
(όλοι μάς σφάζαν και μας πνίγανε μαζί, Εγ̂γλέζοι, Γάλλοι κι
Αμερικανοί) Σμύρνη
Όλα μας τα
καράβια πίσω γυρίσανε
σπασμένα τα
κατάρτια, σχισμένα τα πανιά
ήρθαν από τη
Σμύρνη κι από τα Μουδανιά
Φέραν των
εκκλησιών μας τα δισκοπότηρα
παιδιά, γυναίκες,
γέρους, γένος ρωμιών πολύ
τις ρίζες της
φυλής μας απ’ την Ανατολή
Μα ένα μικρό
καράβι πίσω δε γύρισε
ποιους κάβους
αρμενίζει, ποια πέλαγα γυρνά
και πουθενά δε
φτάνει, δε βγαίνει πουθενά
Χρόνια το
καρτερούμε και χρόνια πέρασαν
δεν το [→ δεν̂το]
είδε μήτε ναύτης, μήτε θαλασσαϊτός
μήτ’ ερημίτης
φάρος, μήτ’ άστρο της νυκτός
Ωιμέ!... Ω!
Τάχα να ‘χει
βουλιάξει, τάχα να στοίχειωσε
δε θα ξανά ‘ρθει τάχα στην πατρική [→ στημ̂πατρική] του ακτή
Ωιμέ!... κι έχει
φορτώσει το πιο ακριβό φορτί
Όλα τα χάσαμ’ όλα και μόνο φόρτωσε
το πιο σμικρό
καράβι την ώρα του χαμού
φόρτωσε την
ελπίδα του ξαναγυρισμού
Έλα μικρό
καράβι, έλα ξεφόρτωσε
δώσ’ μας το
θησαυρό σου κι άνοιξε τα πανιά
ολόισια για τη Σμύρνη και για τα Μουδανιά
Έστειλα δυο
πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
που λένε τα
γραμμένα
τo ‘να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε
κανένα (δις)
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
που λένε τα γραμμένα
Για το
μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή,
ούτε λαλιά
τον τραγουδάει
[→ τον̂τραγουδάει] όμως στα παιδιά
σαν παραμύθι [→
σαμ̂παραμύθι] η γιαγιά
Έστειλα δυο
πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
που λένε τα
γραμμένα
το ‘να
σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε
δε γύρισε
κανένα
Έστειλα δυο
πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
δυο
πετροχελιδόνια
μα εκεί εμείνανε
κι όνειρο γίνανε
και δακρυσμένα
χρόνια (δις)
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
δυο πετροχελιδόνια
Για το
μαρμαρωμένο βασιλιά
ούτε φωνή,
ούτε λαλιά
τον τραγουδάει
[→ τον̂τραγουδάει] όμως στα παιδιά
σαν παραμύθι η γιαγιά
Έστειλα δυο πουλιά στην Κόκκινη [→ στηγ̂κόκκινη] Μηλιά
δυο πετροχελιδόνια
μα εκεί εμείνανε κι όνειρο γίνανε
και δακρυσμένα χρόνια (τρις)
Τα πνεύματα
επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από
αλύτρωτες ψυχές
κι αν δεις
εκεί ψηλά στις πολεμίστρες
θα δεις να σε
κοιτάζουνε μορφές (δις)
Και τότε ένα
παράπονο σε παίρνει
και στα καν̂τούνια μέσα σε γυρνά
η Πόλη μια
παλιά αγαπημένη
που συναν̂τάς σε ξένη αγ̂καλιά (δις)
Θέλω να πιω
όλο το Βόσπορο
(θ’) αλλάζουνε εν̂τός μου, τα σύνορα του κόσμου (δις)
Τη βρήκα στις
στροφές των ποιημάτων
με τις βαριές
χανούμισσες να ζει
και ρίχνω μες
στο στόμα των αρμάτων
την κούφια [→
τηγ̂κούφια] μου αλήθεια, τη μισή (δις)
Θέλω να πιω
όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εν̂τός μου, τα σύνορα του κόσμου (δις)
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.