Oι λέξεις angel, angioma, clang, dipthong, Εvangelism, falang, gangrene, meningitis, salpingitis, sponge, strangle, syngeneic, syringe, αποτελούν μερικά μόνο λαμ̖πρά παραδείγματα δάνειων λέξεων της γλώσσας μας προς την Αγ̖γλική.
Αφορούν στις άγ̖γελος, αγ̖γείωμα, κλαγ̖γή, δίφθογ̖γος, Ευαγ̖γελισμός, φάλαγ̖γα, γάγ̖γραινα, μηνιγ̖γίτιδα, σαλπιγ̖γίτιδα, σπόγ̖γος, στραγ̖γαλ(-ίζω,-ιστής), συγ̖γενικός, σύριγ̖γα και γράφον̖ται με [ng] και όχι με [g].
Δηλ. το δίψηφο σύμφωνο προφέρεται έρρινα
[γ̖γ] και όχι ατόφια [γγ].
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ankylosis, encauma, encephalogram, encolpion, encomium, encyclopaedia, exoncoma, idiosyncrasy, pancreas, pankration, syncope, syncrisis, με το [n] να αν̖τιστοιχεί στο [γ].
Άλλωστε έρρινο είναι το [γ], όπως αναφέρει ο Τζάρτζανος στη Γραμματική του, πριν από άλλο ουρανικό σύμφωνο [γ,κ,χ,ξ].
Δηλ.: αγ̖κύλωση [ŋg], έγ̖καυμα [ŋg], εγ̖κεφαλογράφημα [ŋg], εγ̖κόλπιο [ŋg], εγ̖κώμιο [ŋg], εγ̖κυκλοπαίδεια [ŋg], εξόγ̖κωμα [ŋg], ιδιיοσυγ̖κρασία [ŋg], πάγ̖κρεας [ŋg], παγ̖κράτιο και Παγ̖κράτι [ŋg], συγ̖κοπή [ŋg], σύγ̖κριση [ŋg].
Ομοίως, το [m] του συμ̖πλέγματος [mp] στις λέξεις empathy, empiric, emporium, hippocamp, Olympics, pomp, sympathy, symposium, tympanum, ασχέτως της σημασίας που κάποιες εξ αυτών φέρουν στην Αγ̖γλική, στη γλώσσα μας αφορά την προφορά του έρρινου [μ̖π] και όχι του άρρινου [μπ].
Δηλ.: εμ̖πάθεια [ɱb], εμ̖πειρικός [ɱb], εμ̖πορικό (κέν̖τρο) [ɱb], ιππό-καμ̖πος [ɱb], Ολυμ̖πιακοί (Αγώνες) [ɱb], πομ̖πή [ɱb], συμ̖πάθεια [ɱb], συμ̖πόσιο [ɱb], τύμ̖πανο (ωτός) [ɱb].
Διיαφορετικά θα έπρεπε και για τις λέξεις dithyramb, emblem, embryo, iambic, membrane, rhomb, symbol κ.λπ., να πούμε διθύραβος, έβλημα, έβρυο, ιαβικός, μεβράνη, ρόβος,σύβολο και όχι διθύραμβος, έμβλημα, έμβρυο, ιαμβικός, μεμβράνη, ρόμβος, σύμβολο, που ορθώς λέμε.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο στις:
Alexander, Andrew, androgynous, android, andrologist, cylindrical, endocrine, hypochondria, pandemic, pandemonium, rhododendron, scandal, scolopendra, syndesmology, syndicalist, tendon
όπως και για τις:
antagonism, Antarctic, antibiotic, anticeptic, antidote, Antigone, antithesis, antonyms, Atlantic, authentic, centre, deontology, eccentric, elephant, entomology, entropy, fantasy, gastroenteritis, gerontic, gigant, mantics, mentor, odontologist, ontology, pantograph, pantomime, pentagon, pentathlon, Pentecost, semantic, stentorian, sycophant, syndrome, syntagmatic, syntax, synteresis κ.λπ.
η ύπαρξη του [n], όχι μόνον υπενθυμίζει -με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο- την προφορά του έρρινου [ν̖τ] στη γλώσσα μας, αλλά και την επιβάλλει.
Δηλ.: Αν̖τρέας [ŋd], αν̖τρόγυνο (επομένως και άν̖τρας) [ŋd], χον̖τρός [ŋd], δέν̖τρο [ŋd], σκαν̖ταλιά(ρης) [ŋd], σκολόπεν̖τρα [ŋd], τένον̖τας (άρα και τεν̖τώνω) [ŋd], αν̖ταγωνισμός [ŋd], Αν̖ταρκτική [ŋd], αν̖τιβιיοτικό και αν̖τιβίωση [ŋd], αν̖τισηπτικό [ŋd], αν̖τίδοτο [ŋd], Αν̖τιγόνη [ŋd], αν̖τίθεση [ŋd], αν̖τώνυμα/αν̖τωνυμία [ŋd], Ατλαν̖τικός/άτλαν̖τας [ŋd], αυθεν̖τικός [ŋd], κέν̖τρο/εκיκεν̖τρικός [ŋd], δεον̖τολο-γία [ŋd], ελέφαν̖τας [ŋd], εν̖τομολογία/έν̖τομο [ŋd], εν̖τροπία [ŋd], φαν̖τασία/φαν̖ταστικός [ŋd], γαστρεν̖τερίτιδα [ŋd], γερον̖τικός/γέρον̖τας [ŋd], γίγαν̖τας [ŋd], μαν̖τικές/μάν̖της [ŋd], μέν̖τορας [ŋd], οδον̖τολόγος και οδον̖τογιατρός/δόν̖τι [ŋd], ον̖τολογία και όν̖τως [ŋd], παν̖τογράφος/παν̖τομίμα και πάν̖τα/πάν̖τοτε [ŋd], πεν̖τάγωνο/πέν̖ταθλο/πέν̖τε [ŋd], Πεν̖τηκοστή και πεν̖τήκον̖τα/πενήν̖τα [ŋd], σημαν̖τικός [ŋd], στεν̖τόρεια [ŋd], συκοφάν̖της [ŋd], Σύν̖ταγμα/συν̖ταγματικός [ŋd], σύν̖ταξη και συν̖τάκτης/Συν̖τακτικό [ŋd], συν̖τήρηση [ŋd] κ.ο.κ.
Αλλιώς θα πρέπει και για τις παρακάτω ομόρριζες να πούμε:
Αλέξαδρος, Aδρέας, αδρείος, αδρισμός/αδρόγυνος/αδροειδές/αδρολόγος, κυλιδρικός, εδοκρινής, υποχοδρία/υποχόδριος, παδημία, παδαιμόνιο, δεδροκομία/δεδρύλλιο, σκάδαλο/σκαδαλώδης, συδεσμολογία, συδικαλιστής, σύδρομο/συδρομή, χόδρος, χοδρική
αν̖τί των ορθών:
Αλέξανδρος, Ανδρέας, ανδρείος, ανδρισμός/ανδρόγυνος/ανδροειδές/ανδρολόγος, κυλινδρικός, ενδοκρινής, υποχονδρία/υποχόνδριος, πανδημία, πανδαιμόνιο, δενδροκομία/δενδρύλλιο, σκάνδαλο/σκανδαλώδης, συνδεσμολογία, συνδικαλιστής, σύνδρομο/συνδρομή, χόνδρος, χονδρική
που όλοι μας λέμε.
Επομένως δεν τίθεται απλώς ζήτημα όσον αφορά τη μουσικότητα της γλώσσας μας· δηλ. κατά πόσον η παράλειψη των ευ̖φωνικών συνηχήσεων των [μ], [ν] επηρεάζει την πλαστικότητά της, αλλά ότι πρώτιστα βάλλεται η ετυμολογική και σημασιολογική της δομή και αξία, αφού τα προαναφερθέν̖τα παραδείγματα αν̖τιστοιχούν μόλις σε ένα ελάχιστο μέρος ενός πολύ μεγάλου πλήθους λέξεων της Ελληνικής, οι οποίες αποδίδον̖ται αναλόγως.
Αλήθεια, πώς θα μας φαινόταν, εάν οι Άγ̖γλοι φωνούσαν τις παρακάτω λέξεις αφαιρών̖τας τα αν̖τίστοιχα [m] και [n].
Εάν λ.χ. αν̖τί των:
anger, English, longer, singer, embody, number, member, timber, blond, girlfriend, offend, understand
πρόφεραν:
ager, Eglish, loger, siger, ebody, nuber, meber, tiber, blod, girlfried, offed, uderstad.
Το πόσο
συνυφασμένοι είναι, δυστυχώς, στην εποχή μας οι ήχοι των [g], [b] και [d] με τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ], αποδεικνύεται και από την απόδοση των ξένων λέξεων στη γλώσσα
μας.
π.χ.: αγκαζέ [g] αν̖τί του
ορθού αγ̖καζέ [ŋg], μάγκο [g] αν̖τί του
ορθού μάγ̖κο [ŋg], αμπαλάζ [b] αν̖τί του
ορθού αμ̖παλάζ [ɱb], κομπιούτερ [b] αν̖τί του
ορθού κομיπιούτερ [ɱp], ραντεβού [d] αν̖τί του
ορθού ραν̖τεβού [ŋd], αβαντάζ [d] αν̖τί του ορθού
αβανיτάζ [ŋt] κ.ο.κ.
Aυτός είναι ο λόγος που θεωρώ επιβεβλημένη, όσο ποτέ άλλοτε, την άμεση αποσαφήνιση των έρρινων από τα άρρινα δίψηφα σύμφωνα στο γραπτό λόγο.
Γιατί σε λίγον καιρό, η πλειοψηφία των Ελλήνων θα έχει οδηγηθεί όχι απλώς σε μία κακόφωνη, αλλά και ψευδή εκφορά της Κοινής μας Γλώσσας.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:
Όπου: ` το ευ̖φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
' η εκφορά των φθόγ̖γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.