Ένας από τους ωραιότερους και δυσκολότερους ανδρικούς μονολόγους του κλασικού ρεπερτορίου είναι ο Εξάγ̖γελος από τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή· την κορυφαία τραγωδία που γράφτηκε ποτέ και τον οποίο -κατά καιρούς- διδάσκω στις Δραματικές Σχολές, σε μετάφραση Φώτου Πολίτη.
Στο παρακάτω βίντεο ερμηνεύεται από το Στέλιο Βόκοβιτς, έναν ακάματο και σπουδαίο εργάτη της Τέχνης και του Λόγου, που υπήρξε υπόδειγμα ήθους, συνέπειας και σεμνότητας.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΙΑΠΩΝΙΑ (ΜΑΡΤΙΟΣ 1974)*
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
Σκηνοθεσία: Τάκης Μουζενίδης
Εξάγ̖γελος: Στέλιος Βόκοβιτς
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΟΚΑΣΤΗΣ
*Στην παράσταση ο Μάνος Κατράκης υποδυόταν τον Οιδίποδα και ο πατέρας μου το Θεράπον̖τα του Λαΐου.
Απόδοση των ευ̖φωνικών συνηχήσεων σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνεία:
Ω τιμημένοι
αρχόν̖τοι αυτής της χώρας,
τι θ᾽
ακούσετε, τι θα δείτε, πόση
λύπη θα πάρτε,
αν, πιστοί [→ αμ̖πιστοί] στη γενιά σας,
το αρχον̖τικό τιμάτε του Λαβδάκου.
Μήτε ο Ίστρος,
μήτε ο Φάσης δεν ξεπλένει [→ δεγ̖κz̥επλένει]
το σπίτι αυτό
από τα κρίματα, όσα κρύβει
κι όσα φάνουν
ταχιά, και που δεν είναι
άθελες
συφορές. Πιότερο ο πόνος
θλίβει, αν
φανεί πως τον διάλεξες ο ίδιος.
…………………………………………
Σας το λέω με
δυο λόγια τώρα μόνο
και θα τ᾽ ακούστε·
πέθανε η Ιοκάστη.
…………………………………………
Απ᾽ τα ίδια
της τα χέρια, μα δεν ήσαστε
μπροστά, το
πιο πικρό να δείτε απ᾽ όλα.
Όσο όμως με
βοηθήσει η μνήμη, εκείνης
της δύστυχης
θα μάθετε τη μοίρα.
Σα διάβη
αλαλιασμένη το κατώφλι,
στο νυφικό
ορμά δώμα, με τα δυο της
ξεριζώνον̖τας χέρια τα μαλλιά της.
Κι ως μπήκε,
με ορμή κλείνον̖τας τις πόρτες,
το Λάιο, το
νεκρό από χρόνια, κράζει,
κι αναθυμάται
το παλιό του σπέρμα,
που από κείνο
σκοτώθη, αφήνον̖τάς τη
με το γιο της
γενιά να σπείρει ανόσια.
Και θρηνούσε
την κλίνη [→ τηγ̖κλίνη] όπου η έρμη εγέννα
από τον άν̖τρα άν̖τρα, παιδιά απ᾽ το
παιδί της.
Πώς ύστερα απ᾽
αυτά εχάθη δεν ξέρω [→ δεγ̖κz̥έρω],
γιατί χύμηξε
με άγριο βόγ̖κο ο Οιδίπους
και πια κανείς
δεν είδε τη θανή της,
μα εκείνον
όλοι, που εδώ κι εκεί πλανιούν̖ταν.
Τρέχει τρελά,
ζητών̖τας μας μαχαίρι,
και τη γυναίκα
— όχι! τη μάνα του, όπου
να ᾽ναι, τη
μάνα αυτού και των παιδιών [→ τωμ̖παιδγιών] του.
Στη λύσσα του,
είχε, λες, θεό οδηγό του,
τι δεν του [→
δεν̖του] έδειξε τίποτα κανείς μας.
Και με ούρλιασμα
άγριο, ως να τον σπρώχνει κάποιος,
στις διπλές
πόρτες πέφτει· στους αρμούς τους
τα μάν̖ταλα λυγούν, κι ορμά στο δώμα.
Και είδαμε την
Ιοκάστη κρεμασμένη
με πλεχτό
βρόχο, από σκοινί που εσειούν̖ταν [→ εσχειούν̖ταν].
Σαν τη [→ σαν̖τη] θωρεί εκείνος, βαριά μουγ̖κρίζει
και λύνει τη
θηλιά· κι άμα σωριάστη
χάμω η φτωχή,
ποιαν αν̖τικρίζω φρίκη!
Σπάζει αυτός
τις χρυσές πόρπες που εκράτουν
το φόρεμά της,
τις αρπά και μπήγει
τις βελόνες
στις κόγχες των ματιών του
σκούζον̖τας: «Να μη δείτε πια
τα όσα έπραξα
φριχτά, κι όσα έχω κάνει,
σε σκοτάδι να
βλέπω όσους δεν πρέπει [→ δεμ̖πρέπει],
να μη νιώθω
όσους ποθούσα να ξέρω».
Κι ανοίγον̖τας τα βλέφαρα, χτυπούσε
ολοένα· κι οι
πυρροί βολβοί τού εβρέχαν
τα γένια, κι
ούτε ανάβρυζαν σα στάλες
μονάχα υγρές,
μα τον περέχυνε [→ τομ̖περέχυνε] όλον
μαύρη βροχή,
μαύρο χαλάζι από αίμα.
Έτσι ήρθε η συμφορά
κι από τους δυο αν̖τάμα
και ξέσπασε
όμοια [→ όμνοια] σ’ άν̖τρα και γυναίκα.
Η αρχαία
ευτυχία τους, σε παλιά χρόνια, ήταν
ευτυχία
αληθινή· τώρα είναι θρήνος,
στεναγμός,
ντροπή, θάνατος, κι η λύπη
η δική τους του κόσμου όλη, ό,τι όνομα έχει.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:
Όπου: ` το ευ̖φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
z̥ η άτονη προφορά του [ζ].
γ/χ η απαλή συνήχηση του μαλακοϋπερωικού συμφώνου, μετά τη συνίζηση της διφθόγ̖γου. Στην περίπτ. του εσειούν̖ταν, για χάρη της δραματικής κορύφωσης (ηχοκινητική διיάθεση).
ν η συνήχηση του έρρινου σκληρο-ουρανικού συμφώνου, στην περίπτ. του όμοια, για χάρη του μέτρου.
Με την ευχή και την ελπίδα να ξαναδούμε σύν̖τομα ανάλογες παραστάσεις από το Εθνικό μας Θέατρο στον Ιερό χώρο της Επιδαύρου, που, δυστυχώς, εδώ και τόσον καιρό μας έχουν λείψει, όπως και οι εμ̖πνευσμένοι δάσκαλοι-δημιουργοί στο χώρο του Θεάτρου και των Σχολών!