ΤΟ ΖΩΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ - ΤΕΛΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ή ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΡΩΔΙΑ;
Το φίλο και συνάδελφο Στέφανο Κυριακίδη τον πρωτογνώρισα το καλοκαίρι του 1970, στα πρώτα του βήματα στο Αρχαίο Δράμα και την Επίδαυρο με το Εθνικό. Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας μου υποδυόταν τον Αγ̂γελιαφόρο στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, με το Στέφανο να είναι μέλος του χορού· μαζί με τους Δημητρίεφ, Συριώτη, Γιωτόπουλο, Χρ. Κωνσταν̂τόπουλο κ.ά. Ο Στέφανος τότε ήταν 26 ετών και εγώ πολύ μικρός, μόλις 5.
Έκτοτε συναν̂τηθήκαμε τουλάχιστον 5 ακόμη καλοκαιρινές περιόδους: την επόμενη χρονιά, όταν εκείνος υποδυόταν τον Α΄ Αγ̂γελιαφόρο στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι και ο πατέρας μου το Μενέλαο, δύο χρόνια μετά, στον Οιδίποδα Τύραννο, με τον Κατράκη Οιδίποδα, τον πατέρα μου Θεράπον̂τα του Λαΐου και το Στέφανο στο χορό, το 1974 στον Κύκλωπα, με τον πατέρα μου στον ομώνυμο ρόλο και εκείνον Α΄ Κορυφαίο, τον επόμενο χρόνο στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, με το Μινωτή στον ομώνυμο ρόλο, τον πατέρα μου Ξένο, το Στέφανο πάλι στο χορό και το 1986 στο ίδιο έργο, με το Εμ̂πειρικό Θέατρο του Μινωτή, το Στέφανο στο ρόλο του Πολυνείκη, τον πατέρα μου Θησέα και εμένα (μαθητή πλέον στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην παρθενική και μοναδική θεατρική μου εμφάνιση), ως επικεφαλής της φρουράς του.
Στα χρόνια, τόσο που μεσολάβησαν όσο και που ακολούθησαν, ο Στέφανος διיέπρεψε, ερμηνεύον̂τας σημαν̂τικούς ρόλους του Αρχαίου Δράματος. Mεταξύ αυτών, τον Ορέστη στις Χοηφόρους και στην Ιφιγένεια Εν Ταύροις, δίπλα στην Αρώνη, τη Χατζηαργύρη, τη Βαλάκου, την Καπιτσινέα, το Μορίδη και τον Καζή, τον Α΄ Άγ̂γελο στις Βάκχες, μαζί με το Βόκοβιτς, τον Πάρλα και τον Τσακίρογλου, τον Απόλλωνα στις Ευμενίδες, με τη Μερκούρη, τη Γέρου και τη Λυμπεροπούλου, τον Αίγισθο δίπλα στην Παπαθανασίου και την Κονιόρδου, τον Άγ̂γελο στην Αν̂τιγόνη, με την Καραμπέτη στον ομώνυμο ρόλο και την Αγ̂γελίδου στο ρόλο του Τειρεσία, τον Άγ̂γελο στη Μήδεια, τον Κρέον̂τα στις Φοίνισσες, τον Κορυφαίο, τον Ιερέα και τον Κρέον̂τα στον Οιδίποδα Τύραννο, τον Ετεοκλή στους Επτά Επί Θήβας, τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα στην Ιφιγένεια Εν Αυλίδι, το Μενέλαο στις Τρωάδες, τον Αίαν̂τα, το Φιλοκτήτη, τον Ηρακλή Μαινόμενο, τον Έκτορα στο Ρήσο κ.ά.
Με το Στέφανο δε μας συνδέει μόνο η Επίδαυρος και η σχέση η οποία δημιουργήθηκε, τόσο λόγω της εκεί συχνής παρουσίας όσο και για αρκετές ημέρες παραμονής (παρακολούθηση γενικών δοκιμών-παραστάσεων, παρέα ηθοποιών στον ελεύθερο χρόνο τους και επομένως γνωριμία μου μαζί τους). Μετέπειτα συνυπάρξαμε -για μεγάλο χρονικό διיάστημα- συνάδελφοι στις Δραματικές Σχολές· τόσο της Βεάκη όσο και του Νέου Ελληνικού Θεάτρου (Γ. Αρμένη). Εκείνος με την ιδιיότητα του καθηγητή της Υποκριτικής και εγώ με αυτήν της Ορθοφωνίας.
Ο Στέφανος αποτελεί για μένα μέλος της ευρύτερης θεατρικής μου οικογένειας: είναι o μεγάλος θεατρικός μου αδελφός. Του έχω βαθιά εκτίμηση και αγάπη. Ηθοποιοί όπως αυτός με γαλούχησαν και συνέβαλαν -με τον τρόπο τους- στη διיαμόρφωση της θεατρικής μου προσωπικότητας και παιδείας.
Μαζί του με συνέχει μία υπέροχη εποχή· η μέθεξη με τα κείμενα και τα δρώμενα και η μεγάλη μας αγάπη για το Αρχαίο Δράμα και την Επίδαυρο. Ο καθένας απ’ το δικό του μετερίζι. Εκείνος ως ηθοποιός των μεγάλων προκλήσεων και εγώ ως άμεσα εμ̂πλεκόμενος και αργότερα εξειδικευμένος δάσκαλος της τεχνικής τής αναπνοής, του λόγου και της φωνής [βιογραφικό σημείωμα], με κοινό ωστόσο σκοπό: την αναμέτρηση με τα κείμενα των αρχαίων τραγικών και την ανάδειξη της ερμηνείας.
Υπάρχουν πάμ̂πολλες αν̂τίστοιχες περιπτώσεις· όλες οι κλασικές μεταφράσεις βρίθουν από τέτοιες διיατυπώσεις. Και ο λόγος που συμβαίνει είναι απλός: οι μεταφράσεις αυτές (όπως και των Καρθαίου ή Ρώτα στο Σαίξπηρ, αναλόγως το έργο), έχουν φτιαχτεί από σπουδαίους λογοτέχνες-γλωσσοπλάστες-δραματουργούς, με βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής (ή μελέτη της αγ̂γλικής) και έχουν ήδη προσαρμοστεί στη σύγχρονη εποχή· με πολλή φρον̂τίδα, τέχνη και σπουδή -και όχι από απλούς μεταφραστές- με σκοπό να αν̂τέξουν στο χρόνο. Και το επιτυγχάνουν θαυμάσια· γι’ αυτό θεωρούν̂ται αξεπέραστες και μοναδικές! Τις καταλάβαιναν ακόμη και οι απλοί άνθρωποι, οι χωρικοί από τις γύρω περιοχές, που επισκέπτον̂ταν την Επίδαυρο για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις δεκαετίες πριν και δεν τις καταλαβαίνει ο σημερινός θεατής;!
Δηλαδή ο Γρυπάρης τι γλώσσα χρησιμοποιεί, ώστε να θεωρείται παρωχημένος ή ακατάληπτος σήμερα; Με αυτή τη λογική να «εκσυγχρονίσουμε» και τους Καβάφη, Σεφέρη και Ελύτη, γιατί σε λίγον καιρό οι στίχοι τους θα είναι «πασέ» ή κινδυνεύουν να μην τους καταλαβαίνει κανείς.
Να «βελτιώσουμε», λένε, ποιους;! Τους Τραγικούς Ποιητές;! Είμαστε σοβαροί;! Είμαστε εφάμιλλοι ή καλύτεροί τους και δεν το γνωρίζω;! Εξ ορισμού η Τραγωδία βασίζεται στην ύβριν, η οποία αποτελεί βασική αν̂τίληψη και κοσμοθεωρία των αρχαίων Ελλήνων. Αυτήν ακριβώς πραγματεύον̂ται οι Τραγικοί στα έργα τους. Δε θεωρείται ύβρις, αλαζονεία, βιαιοπραγία και προσβολή η αποδόμηση των κειμένων τους;! Έχουμε ιδέα τι ανεβάζουμε;! Στα νοήματα και τις αλήθειες αυτών των κειμένων πάτησε ολόκληρη η Ανθρωπότητα. Στα υπαρξιακά ερωτήματα, στους ανθρώπινους φόβους και τις ανησυχίες δεν υπάρχουν απαν̂τήσεις. Αυτά τα κείμενα είναι πολύ μεγάλα σε σύλληψη και απόδοση και πρέπει να αν̂τιμετωπίζον̂ται με τον ανάλογο σεβασμό. Καταπιάνον̂ται με τα ανθρώπινα πάθη και τα παθήματα, σε όλη τους την έν̂ταση και την έκταση, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζον̂ται, παγ̂κοσμίως, απαράμιλλα και διיαχρονικά. Είναι ποτέ δυνατόν να αποδοθούν αυτές οι συναισθηματικές διיακυμάνσεις, κλιμακώσεις ή κορυφώσεις με χρήση μικροφώνου;! Αυτά τα έργα δεν τα αγ̂γίζεις, τα προσεγ̂γίζεις! Χωρίς ποίηση και μαγεία Θέατρο δεν υπάρχει. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζον̂ται δάσκαλοι, ιδιיαίτερη άσκηση και σπουδή.
Προσωπικά δεν αρνούμαι πως κάθε γκρέμισμα, κάθε αποδόμηση είναι ένα γεγονός επίσης· όπως είναι ο φόνος, η συκοφαν̂τία, η προδοσία, το μίσος γεγονότα, όταν αναφέρον̂ται σε πρόσωπα ή σε ομάδες ή σε λαούς, αλλά δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως έχουν να κάνουν με το σεβασμό στον άνθρωπο, στα ήθη και στους θεσμούς. Άρα αποδομών̂τας τα έργα του Αριστοφάνη, του Ευριπίδη ή του Ίψεν, του Σαίξπηρ ή του Ρακίνα και πειράζον̂τας την υπερδομή, το μέγιστον πάν̂των, το Μύθο ή την ισορροπία της συστάσεως των πραγμάτων (για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη πάλι και τον Τάσο Λιγνάδη που εύστοχα τον ανέγνωσε), δημιουργείς «Τέρατα» και όχι «Ζώα», ζων̂τανούς οργανισμούς. Και να προχωρήσω ακόμη τη σκέψη μου. Ένα τέρας είναι ένα γεγονός επίσης. Δικαιούσαι να φτιάχνεις τέρατα (Σφίγ̂γες, Χίμαιρες, Κεν̂ταύρους, Λυκάνθρωπους, Φρανκενστάιν, Μπάτμαν κ.τ.λ.) και ζων̂τανά φαν̂ταστικά όν̂τα. Δεν έχεις όμως το ηθικό δικαίωμα να παραμορφώνεις, να ακρωτηριάζεις, να μεταμοσχεύεις σε ζων̂τανά σώματα πεθαμένα όργανα, να αλλάζεις φύλο ή να κάνεις λοβοτομή σε άρτια σώματα, σε «ζώα» υγιή και αρτιμελή. Μια τέτοια πράξη στον καθημέραν βίο είναι κακουργηματική. Και δεν αν̂τιλαμβάνομαι γιατί το να ευνουχίζεις έναν άνδρα, να αφαιρείς τα όργανα από ένα παιδί, να βιάζεις ένα νήπιο είναι ανοσιούργημα, και τα εκτεθειμένα και ανυπεράσπιστα τέκνα της τέχνης μπορεί ο καθένας να τα βασανίζει, να τα ανασκολοπίζει, να τα κατακρεουργεί. [Κώστας Γεωργουσόπουλος]
2. Οι ηθοποιοί που λαμβάνουν μέρος σε παραστάσεις Αρχαίου Δράματος είναι όπως οι αθλητές· καλούν̂ται να κάνουν πρωταθλητισμό. Απαιτείται μία προετοιμασία ψυχική, πνευματική και σωματική. Η διיατροφή, η άσκηση, ο καλός ύπνος και εν γένει ο ισορροπημένος τρόπος ζωής παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Όταν κατεβαίναμε στο Θέατρο Πολυκλείτου για τις παραστάσεις, μέναμε στην Παλαιά Επίδαυρο. Ο πατέρας σηκωνόταν πάν̂τα πρωί· έφτιαχνε τον καφέ του, μελετούσε το ρόλο του και το αργότερο κατά τις 9μισι μας ξυπνούσε. Παίρναμε το πρωινό μας και μετά πηγαίναμε για μπάνιο. Παρόλο που αγαπούσε πολύ τη θάλασσα (ήταν άριστος κολυμβητής - μάλιστα αγαπημένο του στυλ ήταν η πεταλούδα), εκείνες τις μέρες απέφευγε να κάνει μπάνιο. Καμιά φορά βουτούσε για λίγο, έκανε κάμ̂ποσες γαργάρες με θαλασσινό νερό, έβγαινε έξω, αποτραβιόταν κάπου πιο ήσυχα και σκιερά, ώστε να μην τον βλέπει ο ήλιος μέχρι που να στεγνώσει και άρχιζε τις ασκήσεις Ορθοφωνίας. Μετά καθόταν σε ένα τραπέζι κάτω από τη «Μουριά» και έπαιζε τάβλι με τους συναδέλφους του. Το μεσημέρι κατά τη 1μιση, τρώγαμε ήδη. Για εκείνον παράγ̂γελνε κάτι ελαφρύ· συνήθως ψάρι ψητό και λίγη σαλάτα ή κανένα φρούτο. Μολονότι του άρεσε το κρασί, εκείνη την περίοδο δεν έπινε ποτέ· μόνο νερό. Στις 2μισι είχαμε ήδη αποσυρθεί στα δωμάτιά μας. Ξάπλωνε πάν̂τοτε το μεσημέρι, 1μιση με 2 ώρες· κατά τις 5 παρά ήταν στο πόδι και το αργότερο στις 6μισι βρισκόμασταν ήδη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Παρατίθεται το «μουσειακό, νεκρό» (όπως
χαρακτηρίζεται από τους αποδομιστές-μεταμοντερνιστές) κείμενο του Γρυπάρη, το οποίο αφορά το παραπάνω βιντεοσκοπημένο απόσπασμα από την παράσταση
του Οιδίποδα επί Κολωνώ, στο Ηρώδειο, το 1986. Ειρήσθω εν παρόδω, μεταφράσεις
σαν κι αυτήν έδωσαν τη δυνατότητα στον
καθένα μας να έρθει σε επαφή με τα έργα των Τραγικών Ποιητών μας, αφού ελάχιστοι
είναι εκείνοι που κατανοούν, σήμερα, την Αρχαία Ελληνική.
Πέμיπτο Επεισόδιο [Φωνητική απόδοση]
Αν̂τιγόνη (Άννα
Μακράκη):
Μα να ‘τον, καθώς φαίνεται, κι ο ξένος
που μόνος, δίχως συν̂τροφιά,
πατέρα,
προχωρεί κατά δω και βρύση χύνει
το δάκρυ από τα μάτια του.
Οιδίπους (Αλέξης Μινωτής):
Ποιος είναι;
Αν̂τιγόνη (Άννα Μακράκη):
Αυτός που βάλαμ’ εξαρχής στο νου μας,
ο Πολυνείκης, στέκεται δω μπρος.
Πολυνείκης (Στέφανος Κυριακίδης):
Αχ, τι να κάμω; του ίδιου εμένα πρώτα
τα βάσανα, αδερφές μου, να θρηνήσω,
ή αυτά, που βλέπω εδώ του γέρον̂τά μας
πατέρα; που έτσι εδώ μαζί με σας
στα ξένα μέρη τον βρίσκω εξορισμένο,
με τέτοια φορεσιά, που η άθλιά της λέρα
γερνά πάνω στο γέρικο κορμί του
και το καταφρονά, κι ο αγέρας γύρω
στ’ αόμματο κεφάλι του ανεμίζει
τ’ άσπρα, αχτένιστα μαλλιά του.
Κι όλα εγώ ο κατάρατος μαθαίνω
αργά πάρα πολύ κι ομολογώ
μπρος σ’ αυτές σου τις στέρησες, πως σου είμαι
ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.
Μα όμως και πλάι στο Δία ομόθρονή του
η Συμ̂πάθηση
κάθεται για κάθε
πράξη· κι ας σου παρασταθεί
και σένα,
πατέρα μου, γιατί τα σφάλματά μου
έχουν γιατρειά και πια δεν είναι φόβος
χειρότερα να γίνουν. – Τι σωπαίνεις;
Πατέρα, πες μου κάτι· μη μου στρέφεις
το πρόσωπό σου· δε θα μου απαν̂τήσεις
μια λέξη, μα έτσι περιφρονημένο
θα με διώξεις, χωρίς μιλιά να βγάλεις
να μου πεις γιατί μου είσαι οργισμένος;
Μα, ω εσείς, παιδιά δικά του κι αδερφές μου,
εσείς καν προσπαθήστε τον να ανοίξει
το πεισμωμένο δύσκολό του στόμα,
για να μη στείλει του Θεού ικέτη εμένα
από εκεί που ήρθα καταφρονεμένο
και δίχως μήτε λέξη ν’ απαν̂τήσει.
Αν̂τιγόνη (Άννα Μακράκη):
Μα πες και συ, ταλαίπωρε, ποια ανάγ̂κη
σε φέρνει εδώ· γιατί τα πολλά λόγια
ή ευχαριστήσουν, ή εξοργίσουν, είτε
και κάπως συγ̂κινήσουν, δίνουν τέλος
φωνή στο στόμα που φωνή δεν είχε.
Πολυνείκης (Στέφανος Κυριακίδης):
Λοιπόν, γιατί ήρθα θα σου πω, πατέρα:
Έχω διωχτεί από τη γη την πατρική [→ τημ̂πατρική] μου
εξόριστος, γιατί στους δυνατούς σου
τους θρόνους είχα αξίωση να καθίσω,
σαν πρωτογέννητος [→ σαμ̂πρωτογέννητος] γιος σου όπου ήμουν.
Μα ο Ετεοκλής, αν και [→ αγ̂και] πιο νέος στα χρόνια,
με εξόρισε, δίχως και να ‘χει λόγους
πιο ισχυρούς από μένα, ή πριν μαζί μου
στη δύναμη δοκιμαστεί ή στα έργα,
μα ξεπλανεύον̂τας την πόλη [→ τημ̂πόλη]· κι όλων
αυτών, η Κατάρα σου η πρώτη αιτία
πως είναι λέγω εγώ· μα έτσι ακούω
κι από τους μάν̂τηδες
πως είναι η αλήθεια.
Γιατί αφού πήγα στο Άργος κι έκαμα
πεθερό μου τον Άδραστο, έχω δέσει
μ’ όρκους μαζί μου όλους, που της Απίας
λογιούν̂ται οι
πρώτοι, για να ξεσηκώσω
μαζί τους την εφτάλογχη εκστρατεία
κατά πάνω στη Θήβα κι ή να χύσω
το αίμα μου για τα δίκια μου, ή να διώξω
αυτούς που μ’ αδικήσαν απ’ τη χώρα.
Έτσι αυτά· τώρα τι ήρθα εδώ να κάμω;
Να σου προσπέσω, πατέρα μου,
με τις δέησες όλες, και τις δικές μου εμένα,
καθώς και των συμμάχων μου, που τώρα
με εφτά στρατούς και εφτά αρχιλογχοφόρους
όλο τον κάμ̂πο [→ τογ̂κάμ̂πο] ζώνουνε της Θήβας.
Κι όλοι εμείς, στη ζωή, πατέρα,
των δυο αυτών παιδιών σου και στην ψυχή [→ στημ̂πz̥υχή]
σου
σε εξορκίζουμε και σε ικετεύουμε,
να παρατήσεις το βαρύ θυμό σου,
που για μένα κρατάς, τώρα που πάω
να εκδικηθώ τον αδερφό, που μ’ έχει
ξορίσει απ’ την πατρίδα [→ τημ̂πατρίδα] και ληστέψει.
Γιατί αν υπάρχει πίστη στα μαν̂τεία,
λένε πως θα ‘χουνε τη νίκη εκείνοι,
που πας συ με το μέρος των. Λοιπόν
στ’ άγιיα νερά και στους συγ̂γενικούς μας
θεούς σε εξορκίζω, λύγισε και πείσου.
Και μεις φτωχοί και ξένοι και συ ξένος
και καλοπιάνουμε άλλους για να ζούμε
κάτω απ’ τον ήλιο εσύ κι εγώ, της ίδιας
θύματα μοίρας· ενώ εκείνος μέσα
στη Θήβα βασιλιάς, ω αλίμονό μου!
κορδώνεται αναμ̂παίζον̂τας τους δυο μας.
Αυτός, που αν συνεργός στα σχέδιά μου
παρασταθείς και συ, με λίγο κόπο
και σε λίγον καιρό [→ λίγογ̂καιρό] τον κάνω [→ τογ̂κάνω]
στάχτη.
Και τότε και σένα στα παλάτια σου
ξανά θε να σε πάω να σε θρονιάσω,
κι εγώ θα θρονιαστώ, αφού διώξω πρώτα εκείνον.
Κι αυτό μπορώ να καυχηθώ, αν με μένα
το θες και συ, γιατί χωρίς εσένα
δεν μπορεί [→ δεμ̂πορεί] μήτε κι ο ίδιος να γλυτώσω.
Α΄ Κορυφαίος (Κώστας Γαλανάκης):
Για χάρη εκείνου που τον έστειλε
σε σένα, Οιδίπου, πες του ό,τι εγ̂κρίνεις
σωστό να πεις κι άφησ’ τον να πηγαίνει.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
o η άτονη φώνηση του [ζ].