Η orthophonia.gr, συνεχίζον̂τας τις αναφορές της σε πρόσωπα των Γραμμάτων και των Τεχνών, τα οποία με το λόγο και το έργο τους προάγουν τη Γλώσσα και τον Πολιτισμό μας, αποχαιρετά την προσωποποίηση της Καρυיάτιδας, με το καθηλωτικό βλέμμα, το μεσογειακό κάλλος και το δωρικό παρουσιיαστικό, Ειρήνη Παπά.
Η Ειρήνη Λελέκου (αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα, το Παππά ήταν του άν̂τρα της· εξού και το Irene Papas και κατόπιν η μεταγραφή του με ένα <π>), με τη διיεθνή ακτινοβολία και τη λαμ̂πρή της σταδιיοδρομία, δίπλα σε μεγαθήρια του παγ̂κόσμιου κινηματογράφου, στάθηκε πανάξια πρέσβειρα του Ελληνικού Πολιτισμού, αποσπών̂τας, παράλληλα, σημαν̂τικά βραβεία και διיακρίσεις.
Υπήρξε συμμαθήτρια του πατέρα τού υπογράφον̂τος το άρθρο, με τον οποίο συμ̂παίξαν στην ταινία «Μπουμπουλίνα», καθώς και των: Συνοδινού, Αλεξανδράκη, Κάρτερ και Πάλλη, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Στην οδό Πειραιώς 52 αναπλάστηκε, με δικά της έξοδα, χώρος, στον οποίο η σπουδαία καλλιτέχνις οραματίστηκε να ιδρύσει σχολείο θεάτρου. Πρόκειται για το «Σχολείον της Αθήνας-Ειρήνη Παπά», όπου, σήμερα, φιλοξενείται η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και λαμβάνουν υπόσταση αρκετές από τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες.
*Στη συλλαβική
επανάληψη, λόγω της ηχητικής ακολουθίας, το δίψηφο σύμφωνο προφέρεται ατόφιο.
Παπά: Έχω πολλά μαν̂τάτα από την Πόλη [→ τημ̂πόλη].
Βαφιάς: Είδες τον Πατριάρχη [→ τομ̂πατριάρχη] Γρηγόριο;
Παπά: Τον είδα. Η Φιλική Εταιρεία έχει τώρα προωθηθεί σ’ όλη την ξενιτιά [→ τηγ̂κz̥ενιτιά]. Θα ‘χουμε καλή βοήθειיα απ’ έξω. Αλλά μονάχα βοήθειיα. Ο ξεσηκωμός είναι δικό μας ζήτημα.
Βαφιάς: Καλά, θα παραγ̂γείλω εγώ στους προεστούς.
Με τη διיαταγή του Σουλτάνου για το βιος σου, τι απόκαμες;
Παπά: Η διיαταγή, Δέσποτα, καταχωνιάστηκε.
Βαφιάς: Υποσχόμενοι ότι εμείς θέλουμεν βοηθήσει, δι’ όλων μας των μέσων τον Ιερόν τούτον Αγώνα, καλούμεν υμάς όπως υψώσατε την σημαίαν της Ελευθερίας και αγωνισθείτε γενναίως, διיά την Ανάστασιν του Γένους.
Εξ Οδησσού, την τρίτη [→ την̂τρίτη] Απριλίου 1821, πρόθυμος αδελφός και πατριώτης, Δημήτριος Υψηλάν̂της.
Αδέρφια, αυτή τη γραφή μάς στέλνει ο πρίγ̂κιπας Υψηλάν̂της και μας καλεί να αγωνιστούμε για την Ελλάδα μας.
Παπά: Τετρακόσια χρόνια ο τόπος μας, ο δικός μας τόπος, ο Ελληνικός, στέναζε κάτω απ’ την τούρκικια [→ την̂τούρκικια] σκλαβιά!
Δίχως γράμματα! Δίχως σχολειά! Δίχως οικογένειיα, δίχως Πατρίδα!
Ήρθεν η ώρα να γίνουμε νοικοκύρηδες στα σπίτια μας! Αφεν̂τάδες στο βιος μας! Λεύτεροι στην πατρίδα [→ στημ̂πατρίδα] μας!
Ο Αγώνας μας είναι σκληρός, αλλά είναι δίκαιος και θα τον κερδίσουμε [→ τογ̂κερδίσουμε].
Καλύτερα μιας
ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράν̂τα
χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
ΑN̖TΙΓΟΝΗ-ΣΟΦΟΚΛΗ (Κινηματογραφική μεταφορά, 1961)
Παν̂τοτινή μου, υπόγεια κατοικία…
Σιμώνει η ώρα
που θα συναν̂τήσω τους δικούς μου
στο βασίλειο των νεκρών.
Μα σαν φτάσω,
ελπίζω να ‘μαι ευπρόσδεκτη κον̂τά
σου, πατέρα μου!
Μα να πώς πληρώνουμαι τώρα Πολυνείκη που φρόν̂τισα το σώμα σου... Κι έρμη και σκότεινη, την άμοιρη, με θάβουνε ζων̂τανή!
Ποιον να
φωνάξω να με βοηθήσει, αφού με την ευσέβειά μου δεν κέρδισα [→ δεγ̂κέρδισα] τίποτα παραπάνω· παρά να με
τιμωρούνε τώρα σαν τον πιο [→ σαν̂τομ̂πγιο] ασεβή.
Αν όμως οι
αμαρτωλοί είναι αυτοί που με τιμωρούνε, ας μην πάθουν [→ μημ̂πάθουν] περισσότερα κακά, απ’ όσα κάνουνε τώρα σε μένα...
Αγαπημένος μονόλογος τον οποίο συνηθίζω να διδάσκω στις Δραματικές Σχολές, σε μτφρ. Ιωάν. Γρυπάρη.
Μόλις ο άν̂τρας σου έφυγε απ’ το σπίτι, πριν γίνει λόγος για θυσία της αδελφής μου, μπρος στον καθρέφτη [→ στογ̂καθρέφτη] πέρναγες τις ώρες σου· με χτένια και στολίδια!
Μόνο η γυναίκα που έχει πονηριά στο νου της, σκέφτεται συνεχώς πώς να θαμ̂πώσει τους ξένους με την ομορφιά της!
Σαν έφτανε μαν̂τάτο πως οι Τρώες νικούσαν, από τις Ελληνίδες
όλες, μόνο εσύ χαιρόσουνα! Κι αν σκόν̂ταφταν,
συννέφιαζαν τα μάτια σου! Το ‘χες καλύτερο να χάνουν̂ταν η Ελλάδα, παρά ο άν̂τρας
σου να ‘ρχόταν πίσω ζων̂τανός!
Κι αν, όπως λες,
αυτός εσκότωσε την κόρη [→ τηγ̂κόρη]
του, εσύ εμάς γιατί στα πατρικά μας δε μας άφηνες;
Μόνο έφερες
τον ξένο [→ τογ̂κz̥ένο]!
Γιατί και μένα ζων̂τανή, δίπλα στην αδερφή μου, εθανάτωσες;!
Κατσέλη: Κόρη μου, ανάμεσα σε με και στον πατέρα [→ στομ̂πατέρα] σου, το ξέρω πως εκείνον είχες πάν̂τα αδυναμία.
Μα εσύ, πώς από γέννα τριγυρίζεις έτσι κακοντυμένη* κι άλουστη;
Παπά: Δε θέλω τη συμ̂πόνια σου.
Τόσον καιρό [→ τόσογ̂καιρό] τον άν̂τρα σου, γιατί δεν τον [→ δεν̂τον] συμμάζευες;
Κατσέλη: Είναι από φυσικού του άγριος· μα κι συ, όλο τον προκαλείς [→ τομ̂προκαλείς]!
Παπά: Καλά σωπαίνω· γιατί πάν̂τα τον φοβούμαι.
*Στις λέξεις των οποίων το δεύτερο συνθετικό αρχίζει από δίψηφο σύμφωνο (π.χ. κακοντυμένη < κακός + ντυμένος < ντύνομαι), το σύμ̂πλεγμα προφέρεται ατόφιο.
ΣΑΡΑN̖TΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ (Παραδοσιακό)
Σαράν̂τα παλληκάρια
από τη Λε-, μωρ’ απ’ τη Λεβαδειά· (δις)
πάνε για να πατήσουνε την Τροπο- [→ την̂τροπο]
μωρ’ την Τροπολιτσά! [→ την̂τροπολιτσά] (δις)
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέρον̂τα
βρε γέρον̂τ’ απαν̂τούν: (δις)
Ώρα καλή σου γέρο.
Καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά!
Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε ωρές, πού πάτε ωρές παιδιά; (δις)
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπο- [→ την̂τροπο]
μωρ’ την Τροπολιτσά [→ την̂τροπολιτσά]! (τετράκις)
Πού πάτε παλληκάρια
πού πάτε ωρές, πού πάτε ωρές παιδιά;
Ο Μενούσης, ο Μπιρμπίλης
κι ο Μεμέτ Αγάς (δις)
στο κρασόπουλο πηγαίναν
για να φαν’, να πιουν (δις)
Κει που τρώγαν, κει που πίναν
κει που γλέν̂ταγαν (δις)
κάποιος έπιασε κουβέν̂τα
για τις όμορφες (δις)
Όμορφη γυναίκα που ‘χεις
βρε Μεμέτ Αγά! (δις)
Πού την είδες, πού την ξέρεις [→ τηγ̂κz̥έρεις]
και τη ‘μολογάς; (δις)
Χθες την είδα στο πηγάδι
κι έβγαζε νερό (δις)
και της ζήτησα φιλάκι
και μου το ‘δωσε (δις)
Ο Μενούσης μεθυσμένος
πάει την έσφαξε (δις)
το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε (δις)
Σήκω πάπια μ’, σήκω χήνα μ’
σήκω κι άλλαξε (δις)
να σε δουν τα παλληκάρια
και να χαίρον̂ται (δις)
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
o η προφορά του άτονου [ζ].
γ η απαλή συνήχηση του [γ].