Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΕΥ'ΦΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΗΧΗΣΕΩΝ
Η ΔΙ’ΑΚΡΙΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΡΙΝΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΡΡΙΝΑ ΔΙΨΗΦΑ ΣΥΜΦΩΝΑ
Φτάσαμε δυστυχώς στο
σημείο, τα παιδιά τελειώνοיντας το σχολείο να προφέρουν καλύτερα τα Αיγγλικά από ό,τι τα Ελληνικά.
Αυτό σημαίνει
ότι κάτι δεν κάνουμε σωστά.
Ότι δε διδάσκουμε τη γλώσσα μας όπως πρέπει.
Όταν οι δάσκαλοι της Αיγγλικής εיμμένουν με συστηματικό τρόπο στην εκμάθηση των ήχων της και στην ορθή προφορά των λέξεών της (δηλ. σε μια γλώσσα ξένη, με μεγάλες δι’αφορές από την Ελληνική και αρκετές ιδι’αιτερότητες στην προφορά), οι συνάδελφοί τους της Ελληνικής, οι οποίοι έχουν στη δι’άθεσή τους πολύ περισσότερο χρόνο διδασκαλίας, χωλαίνουν και αγνοούν πλήρως κάποιους βασικούς κανόνες προφοράς της δικής μας.
Ειδικά σε ό,τι έχει σχέση με τη φωνητική αξία των [γγ/γκ], [μπ], [ντ] και κατ’ επέκταση στη δι’άκριση των έρρινων από τα άρρινα δίψηφα σύμφωνα, με συνέπεια το παιδί στο τέλος να προφέρει ορθότερα τις ελληνικές λέξεις στα Αיγγλικά (π.χ.: angel, diphthong, strangle, syringe κ.λπ.) απ’ ό,τι στη μητρική του γλώσσα [ά(γγ/g)ελος, δίφθο(γγ/g)ος, στρα(γγ/g)αλίζω, σύρι(γγ/g)α].
Η διδασκαλία της έρρινης προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας στο σχολείο, θα πρέπει να ξεκινάει από τα συיμπλέγματα [μβ] και [νδ] και τον άμεσο συσχετισμό τους με
τα [μπ], [ντ] και όχι με την αγνόησή τους και την απευθείας αναφορά
στους ήχους μπ και ντ (!)
Μαθαίνοיντας
στο παιδί ότι μ+π = μπ και ν+τ = ντ, έχεις ήδη καταδικάσει την
προφορά της μητρικής του γλώσσας, δηλ. την Κοινή Νεοελληνική, πριν καν ξεκινήσεις να τη διδάσκεις και το ίδιο στο να μη μάθει ποτέ να την προφέρει σωστά.
Όταν δε
σέβεσαι τη γλώσσα και κόβεις τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με το
παρελθόν, παραλείποיντας ένα σημαיντικό κομμάτι της ιστορίας και των κανόνων της, χάνεις τα ίχνη, την επαφή μαζί της και πλέον η ίδια σε τιμωρεί.
Γιατί πώς να το κάνουμε, η γλώσσα είναι σοφότερη από εμάς.
Θα πρέπει
λοιπόν να επισημαίνεται ότι:
τα [μπ] και [ντ], όταν βρίσκοיνται μέσα στη λέξη, είναι συνήθως μία άλλη μορφή των [μβ] και [νδ]. Δηλ. δύο φθόיγγοι-ήχοι, όχι ένας (!)
τα [μπ] και [ντ], όταν βρίσκοיνται μέσα στη λέξη, είναι συνήθως μία άλλη μορφή των [μβ] και [νδ]. Δηλ. δύο φθόיγγοι-ήχοι, όχι ένας (!)
π.χ.: κόμβος
→ κόμπος, δένδρο → δέντρο
και ότι αυτό
που ουσι’αστικά αλλάζει, είναι μόνο το δεύτερο
σύμφωνο, δηλ. τα [β] και [δ], τα οποία προφέροיνται μπ (b) και ντ (d) αיντίστοιχα.
Τα [μ] και [ν] δεν αφομοιώνοיνται.
Η αφομοίωση ευνοεί την άρρινη προφορά.
Για προσέξτε τη γραφή των λέξεων στα παραπάνω παραδείγματα...
Τα [μ] και [ν] υπάρχουν σε όλες, δεν αλλάζουν.
Η γλώσσα μάς μιλάει, εμείς δεν την ακούμε.
Εμείς δεν τη «διαβάζουμε» σωστά.
Η παραπάνω
σημαיντική επισήμανση θα βοηθήσει το παιδί να κατανοήσει ότι το ίδιο ακριβώς
συμβαίνει με τις περισσότερες λέξεις, στις οποίες τα [μπ], [ντ] βρίσκοיνται στο μέσον, εφόσον πριν από αυτά δεν έχουμε το [λ] ή το [ρ]:
π.χ.: ποיμπή, τύיμπανο, αיντί, πέיντε, αλλά αλμπίνος, καλντερίμι, μπαρμπούνι, ζαρντινιέρα
ώστε αργότερα
να μπορέσει να γίνει η αναφορά-αναγωγή στις σύνθετες με προθήματα τα εν, συν,
παν, πάλιν και λέξεις που αρχίζουν από συיγκοπτόμενο σύμφωνο, η οποία με τη σειρά της θα το βοηθήσει να κατανοήσει γιατί το τελικό -ν κάποιων λέξεων
δε χάνεται, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από συיγκοπτόμενο σύμφωνο και ότι στη ροή του λόγου συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με τις σύνθετες λέξεις (συיμπροφορές-ευיφωνικές συνηχήσεις).
Όταν όμως τα [μπ], [ντ] βρίσκοיνται στην αρχή της λέξης, χάνουν το [μ] ή το [ν] τους:
μπαίνω < εיμπαίνω < εμβαίνω
ντύνω < νδύνω < ενδύ(ν)ω
Επομένως: εיμπλέκω, εיμπρός αλλά μπλέκω, μπρος
Το ίδιο ισχύει και όταν μια λέξη αρχίζει από [μπ] ή [ντ] και έχουμε άμεση επανάληψη του ίδιου δίψηφου συμφώνου (συλλαβική επανάληψη-ηχητική ακολουθία)
π.χ.: μπουμπούκι,
νταντά
αλλά μπαיμπού
(ειδική περίπτωση-ξένη άκλιτη λέξη)
απαיντώ → απαיντώיντας
απαיντώ → απαיντώיντας
ή όταν το
δεύτερο συνθετικό της αρχίζει από [μπ], [ντ]
π.χ.: ξε+μπερδεύω → ξεμπερδεύω, α + ντύ(νω) + τος → άντυτος
π.χ.: ξε+μπερδεύω → ξεμπερδεύω, α + ντύ(νω) + τος → άντυτος
Οι λοιπές
εξαιρέσεις (περίπτωση συλλαβικής αύξησης
παρατατικού-αορίστου, λαϊκότεροι τύποι, γλωσσικές ποικιλίες ή τύποι της αργκό
κ.λπ.), όπως και η αναφορά στις ξένες άκλιτες λέξεις, ή σε αυτές που ενώ έχουν εיνταχθεί στο κλιτικό μας σύστημα δι’ατηρούν τα ξενικά συיμπλέγματα [mp], [nt] ή την άρρινη προφορά τους, θα πρέπει να γίνουν πιο μετά.
Πρώτα μαθαίνει κανείς τον κανόνα και εξασκείται συστηματικά και μετά ασχολείται με τις εξαιρέσεις και τις ειδικές περιπτώσεις.
Δι’αφορετικά ο
καθένας μας θα προφέρει ό,τι να ’ναι.
Ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τους
περισσότερους σήμερα.
Στην
περίπτωση των [γγ/γκ] θα πρέπει να γίνει ιδι’αίτερη
αναφορά.
Αρχικά το παιδί θα πρέπει να διδαχθεί και να κατανοήσει πλήρως ότι το [ν] έχει και μιαν άλλη
γραφή-μορφή, αυτή του [γ], όταν
βρίσκεται προ των [κ], [γ], [χ] ή [ξ]
με τα πρώτα παραδείγματα να αναφέροיνται σε λέξεις με -γχ, -γξ, ώστε μπορέσει να αיντιληφθεί τι συμβαίνει στην περίπτωση των ομόηχων [γγ/γκ]:
π.χ.: αγχόνη = ανχόνη, ελέγξω = ελένξω
Ομοίως, όταν τα [γγ/γκ] βρίσκοיνται στο μέσον της λέξης, τις περισσότερες φορές, το πρώτο τους σύμφωνο, δηλ. το [γ], προφέρεται [ν]* και το δεύτερο, δηλ. το δεύτερο [γ] ή το [κ], αλλάζει τον ήχο του και εκφέρεται γγ/γκ.
Το δεύτερο γράμμα επηρεάζεται και αλλάζει ο ήχος του, όχι το πρώτο (!)
π.χ.: φεγγάρι = φενγγάρι, αγκάθι = ανγκάθι
* Στην κατανόηση ότι το [γ] σε αυτή την περίπτωση είναι μια άλλη μορφή του [ν], μπορεί να συμβάλει και η αναφορά σε λέξεις που προφέρουν το [νγ], επισημαίνοיντας την ετυμολογία τους:
π.χ. παγγνωσία (παν+γνώση) = πανγνωσία, παγγερμανισμός (παν+γερμανός+-ισμός) = πανγερμανισμός, παγγενεσία (παν+γένεση)= πανγενεσία κ.λπ.
Η συיγκεκριμένη αναφορά θα βοηθήσει και στην αναγωγή στις σύνθετες, με προθήματα κυρίως τα εν ή συν και λέξεις που αρχίζουν από [γ] ή [κ].
Όταν όμως το [γκ] είναι στην αρχή της λέξης, χάνει το [ν] του.
Έχει δηλ. έναν ήχο και όχι δύο.
π.χ.: αיγκύλη αλλά γκαρίζω, γκέμια κ.ο.κ.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν μια λέξη αρχίζει από [γκ] και έχουμε άμεση επανάληψή του.
π.χ.: γκάγκαρος
Επομένως, όταν τα [γγ/γκ], [ντ] βρίσκοיνται μέσα στη λέξη, πριν από αυτά προφέρουμε το [ν], ενώ πριν από το μπ προφέρουμε το [μ].
π.χ.: φενγγάρι, ανγκάθι, δένντρο, κόμμπος κ.λπ.
Όταν όμως βρίσκοיνται στην αρχή δε λέμε κανένα [ν] ή [μ].
π.χ.: γκάζι, ντουλάπι, μπάλα κ.λπ.
- Πόσο πιο απλό
και κατανοητό θα γινόταν τότε για το παιδί!...
Διδάσκεται τίποτε από αυτά στο σχολείο;
Οι δάσκαλοι τα
γνωρίζουν;
Και εάν ναι,
προφέρουν ανάλογα;
Αν όχι, τότε σε ποια εκμάθηση και ποια προφορά της Κοινής Νεοελληνικής αναφερόμαστε;
Έχουμε υπόψη
μας ότι οι ευיφωνικές συνηχήσεις, δηλ. η έρρινη προφορά, είναι ένα από τα στοιχεία που μας έχουν ατόφια παραδοθεί και συνδέουν άμεσα την Κοινή Νεοελληνική με την προφορά των αρχαίων προγόνων μας;
Θα τις χάσουμε
κι αυτές λόγω της απάθειας που ως κράτος επιδεικνύουμε ή λόγω της γενικότερης άγνοιας που επικρατεί;
Εάν δεν
επιθυμούμε να εיντάξουμε την Ορθοφωνία στις Παιδαγωγικές Σχολές και στα Σχολεία για να διδάξουμε την προφορά της επίσημης γλώσσας, ή για τον οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούμε, τότε η λύση που απομένει είναι
να προβούμε στη γραπτή δι’άκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα
δίψηφα [γγ/γκ], [μπ] και [ντ].
Δι’αφορετικά, παρεκκλίνοיντας σταθερά από τους γλωσσικούς μας κανόνες, θα
καταλήξουμε να την προφέρουμε ψευδά.
Και ο πιο
κατάλληλος -για την αποσαφήνιση- τρόπος, εκτιμώ πως είναι η αξιοποίηση του
τόνου και της αποστρόφου: σημεία ήδη οικεία στο γραπτό μας λόγο, τα οποία δε βάλλουν την ιστορική ορθογραφία της γλώσσας μας (π.χ.: νίκησέ τον, απ’ έξω, συνεπώς -κατά
περίπτωση- αיμπέλι, έμπαινα, σαμ’πάνια, αμπαζούρ κ.λπ.).
Ο Αριστοφάνης ο Βυζάיντιος, κάποτε, για να δι’ασώσει και να αποδώσει την προφορά της Αρχαίας Ελληνικής, επινόησε τους τόνους.
Γιατί δεν πράττουμε και εμείς ανάλογα για την προφορά της Κοινής Νεοελληνικής;
Και επειδή
ίσως κάποιοι να μην αντιλαμβάνοיνται όσα λέω ή να θεωρούν ότι υπερβάλλω,
θέτω το παρακάτω ερώτημα:
Eάν η λέξη άγγελος γραφόταν με το κανονικό [ν], άνγγελος, ακριβώς όπως τη συναיντάει κανείς στα αיγγλικά, πόσοι από εμάς θα την πρόφεραν λάθος;
Μήπως η εσφαλμένη προφορά είναι απόρροια της γενικότερης άγνοιας και της σύγχυσης που επικρατεί ανάμεσα στα έρρινα και στα άρρινα δίψηφα σύμφωνα;
Όσον αφορά τον
ισχυρισμό ότι τα [ν], [μ], στην προκειμένη περίπτωση είναι
ημίφωνα, οπότε δε χάθηκε ο κόσμος να μην ακούγοיνται, τους παραπέיμπω σε
λέξεις, όπως οι:
νεράιδα, καινούργιος, βαριά, βαθιά, γκέμια κ.λπ. (σαν αυτές, χιλιάδες στη γλώσσα μας).
Και σ’ αυτές
ημίφωνα έχουμε, αλλά οι συνηχήσεις ακούγοיνται!
Δε λέει κανείς:
νεράδα, κ-αινούρι-ος, βαρι-ά, βαθι-ά, γκ-έ-μι-α.
Και το [ν] στις ζάπινγκ, κάμ’πινγκ, πάρκινγκ ημίφωνο είναι.
Ούτε εδώ άκουσα κάποιον άיγγλο ή κανέναν μας να μην το προφέρει...
- Θέληση και αγάπη για τη γλώσσα, αρκούν.
Όπου י
’ : o τόνος και η απόστροφος
αποσαφηνίζοיντας την προφορά της
πρότυπης γλώσσας μας.
© Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής