Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

ΘΑΝΟΣ ΚΩΤΣΟΠΟΥΛΟΣ - ΜΙΑ ΣΗΜΑN̖TΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

 



Παρακάτω, ο Θάνος Κωτσόπουλος -μία από τις ωραιότερες φωνές του Θεάτρου- απαγ̖γέλει τον αγαπημένο μονόλογο του Αγ̖γελιαφόρου από τους Πέρσες του Αισχύλου, στη βράβευσή του από την Ελληνογαλλική Σχολή για την προσφορά του στο χώρο τού Θεάτρου και των Γραμμάτων.

Επέλεξα τον αείμνηστο καλλιτέχνη και τη διיόλου τυχαία απαγ̖γελία του, γιατί έχει συμβολικό χαρακτήρα και αποτελεί για όλους μας σημαν̖τική παρακαταθήκη, αφού μας διδάσκει: τι εν̖τέλει σημαίνει ηθοποιός (η απαγ̖γελία χρονολογείται το 1990, όταν ο ίδιος ήταν ήδη 79 ετών), ποια είναι η σπουδαιότητα της Ορθοφωνίας στο Θέατρο, και δη στην απόδοση των έργων του κλασικού ρεπερτορίου, ενώ ταυτόχρονα δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει: τις ρίζες μας, ποιες είναι οι αξίες μας και πού πρέπει ως Έθνος να εγ̖κύψουμε.

Άλλωστε η Ελλάδα, διיαχρονικά, δεν έχει τίποτε πιο ουσιיαστικό να επιδείξει, πέρα από πνευματικές αξίες και έργα που εξυψώνουν τον Άνθρωπο, που δημιουργούν και αναδεικνύουν τον Πολιτισμό! 

 

ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΕΡΣΕΣ - ΑΓ̖ΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ)

Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Απαγ̖γελία: Θάνος Κωτσόπουλος

 
Απόδοση των ευ̖φωνικών συνηχήσεων:

Αρχή στην πάσα [→ στημ̖πάσα] συμφορά, δέσποινα, κάποια

θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,

που φάνηκε από πού δεν ξέρω [→ δεγ̖κz̥έρω]· γιατί κάποιος

Έλληνας ήρθε από το στρατό των Αθηναίων

κι είπε στο γιo σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέσει

της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν

οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών [→ στωγ̖καραβγιών] θα

ορμούσαν τα σκαμνιά πάνω, για να σώσει όπου προφτάσει

καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του·

Και κείνος άμα τ᾽ άκουσε, χωρίς να νιώσει

το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,

σ᾽ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα [→ δγιάτα] βγάζει:

Σαν παύσουν [→ σαμ̖παύσουν] να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες

τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα,

σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια

για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα

περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρα άλλα

το θείο του Αίαν̖τα το νησί να περιζώσουν·

γιατί αν γλιτώναν οι Έλληνες τον κακό [→ τογ̖κακό] χάρο,

βρίσκον̖τας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου,

όλοι, να ξέρουν, θα ᾽χαναν την κεφαλή [→ τηγ̖κιεφαλή] τους.

Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,

γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τι του γράφαν.

Κι αυτοί μ᾽ όλη την τάξη [→ την̖τάξη] και με υπάκουη γνώμη

το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης

καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.

Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κι η νύχτα

κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας

κι οι δουλευτάδες του κουπιού κι οι αρματομάχοι·

Κ’ η μια την άλλη απ᾽ τα μακριά καράβια τάξη

παρακινών̖τας ξεκινούν μ᾽ όποια καθένας

του είχε οριστεί σειρά, και στα πανιά οληνύχτα

κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.

Μα η νύχτα προχωρεί, κι οι Έλληνες κρυφό δρόμο

ν᾽ ανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν·

όταν όμως με τ᾽ άσπρα τ᾽ άτια της η μέρα

φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ᾽ όλο τον κόσμο [→ τογ̖κόμο],

μια πρώτ᾽ ακούστηκε απ᾽ το μέρος των Ελλήνων

βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει

και δυνατά αν̖τιβούιζαν κι οι βράχοι

του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους

έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελαστήκαν.

Γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε

σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν

μ᾽ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα

τη γραμμή των της σάλπιγ̖γας φλόγιζε ο ήχος·

κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους

χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθιάν άρμη

και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.

Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόν̖ταν

μ᾽ όλη την τάξη [→ την̖τάξη], κι έπειτα κι ο άλλος ο στόλος

από πίσω ακλουθά· και τότε ήταν ν᾽ ακούσεις

φωνή μεγάλη από κον̖τά: «Εμ̖πρός, των Ελλήνων

γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα,

τέκνα, γυναίκες και των πατρικών [→ τωμ̖πατρικών] θεών σας

να ελευθερώστε τα ιερά και των προγόνων

τους τάφους· τώρα για όλα είναι που πολεμάτε».


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:

Όπου:   `   το ευ̖φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             '    η εκφορά των φθόγ̖γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

                η άτονη προφορά του [ζ].

            γ    η απαλή συνήχηση του μαλακοϋπερωικού συμφώνου,

                  μετά τη συνίζηση της διφθόγ̖γου (π.χ.: η περίπτ. του

                  δημώδους τύπου διάτα έναν̖τι του λόγιου διיαταγή).

            ι     η ελαφρά συνήχηση του [ι], ανάμεσα στο αλλόφωνο [κ]

                  και στο εμ̖πρόσθιο φωνήεν [ε] (περίπτ. κεφαλή).


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής