Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΤΑΝ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΚΑΙ Η ΑΓΝΩΣΙΑ ΑΒΙΑΣΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΑ ΒΑΦΤΙΖΟ'ΝΤΑΙ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ






ΑΛΛΟ Η ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ 
ΚΑΙ ΑΛΛΟ Η ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΓΝΩΣΙΑ



Η Ελληνική, κατά γενική ομολογία, είναι μία γλώσσα σύνθετη, καλλιεργημένη, ιδιαίτερη και γι’ αυτό δύσκολη στην εκμάθησή της.

Εξαίρεση από τα παραπάνω δε θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι Κανόνες Προφοράς της, οι οποίοι ποτέ δε διδάσκοיνταν επαρκώς στα Σχολεία, ενώ στις μέρες μας έφτασαν να μην επισημαίνοיνται καθόλου.

Τα δίψηφα γγ/γκ, μπ, ντ, στη συνείδηση των περισσοτέρων, έχουν πλέον ταυτιστεί με τους ήχους g, b, d.

Συνέπεια αυτού είναι να αποδίδοיνται εσφαλμένα όχι μόνο λέξεις, όπως οι: φεיγγάρι, αיγκάθι, εκποיμπή, πέיντε, δηλ. οι γηγενείς, στις οποίες τα δίψηφα σύμφωνα είναι έρρινα, αλλά και οι δάνειες. Σε αυτές η άγνοια ή η σύγχυση είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Ακούμε πολλούς να λένε την αgράφα  ανgράφα, τη βεgέρα 
 βενgέρα, τη γιόgα  γιόνgα, το ζιβάgο  ζιβάνgο, το μάνγκο 
 μάgοτο σπάgο  σπάνgοτο ζαμbόν  ζαbόντο μπαμbού 
 μπαbού, την μπόbα  μπόμbατην μποbονιέρα  μπομbονιέρα
τη σόbα  σόμbατο αdίο  ανdίοτην μπαλάdα  μπαλάνdα
το μπλένdερ  μπλέdερ, το ρανdεβού  ραdεβούτο στούdιο 
 στούνdιο, το ταbού  ταμbού, το εξαν-τρίκ  εξαdρίκ
το ίν-τερνετ  ίdερνετ, το κάμ-πινγκ  κάbινγκ, το σαμ-πουάν 
 σαbουάν, το τέμ-πο  τέbο, το κόμ-πλεξ  κόbλεξ
το κομ-πιούτερ  κοbιούτερ (προσοχή δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις: κομbλεξικόςκοbλάρω ή κομbιουτεράκι) κ.ο.κ.

Mε πιο απλά λόγια, σε λέξεις που πρέπει να έχουμε άρρινη απόδοση έχουμε έρρινη και το αיντίστροφο. 
Τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα δηλώνουν τη γενικότερη άγνοια ή σύγχυση που επικρατεί στην προφορά.

Σε ό,τι αφορά στην απόδοση των δίψηφων συμφώνων γγ/γκ, μπ, ντ στις ξένες άκλιτες λέξεις, ο κανόνας είναι σαφής και ρητός:
το σύיμπλεγμα δεν αλλάζει. Δηλ. προφέρεται σύμφωνα με το πώς αυτό απαיντά στη γλώσσα από την οποία δανειστήκαμε τη λέξη.

π.χ.: computer → κομπιούτερ, addio → αντίο, complex → κόμπλεξ, bamboo → μπαיμπού, studio → στούντιο κ.λπ.

Όταν όμως η λέξη σχηματίζει κλίση, συνήθως προσαρμόζεται στο βασικότερο κανόνα προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής, δηλ. στον κανόνα των ευיφωνικών συνηχήσεων.

π.χ.: κομbιουτεράκι-κομbιουτεράς, κομbλεξικός-κομbλεξαρισμένος κ.λπ., αφού η διατήρηση του ξενικού συיμπλέγματος (π.χ.: κάμ-πος, φαν-τάρος αיντί των κάμbos, φανdάρος), σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν εξεζητημένη.

Ωστόσο λέμε καμ-πάνια, σαμ-πάνια, ντοκουμέν-το, ταμ-περαμέν-το, χωρίς -σε κάποιες περιπτώσεις- να αποκλείεται η διτυπία (π.χ.:
κομ-πανία – κομbανία, μέν-τα – μένdα, σερπαν-τίνα – σερπανdίνα), ενώ αν πρόκειται για λαϊκότροπη έκφραση ή τύπο της αργκό, συνήθως το σύיμπλεγμα αποδίδεται χωρίς το ευיφωνικό [ν] ή [μ], δηλ. ατόφια (π.χ.: κάgουρας, κολούbρα, κόbλα, λούbα, τσαbουνώ).

Όσον αφορά τα δάνεια που κλίνοיνται και στη γλώσσα τους το ευיφωνικό [μ] ή [ν] ενυπάρχει, αυτό διατηρείται και στην Ελληνική (π.χ.: jungle → ζούνgλα, ombrella  ομbρέλα, veranda → βεράνdα), ενώ σε όσες το [μ] ή το [ν] δεν υπάρχει, τα δίψηφα σύμφωνα είναι μονόφθοיγγα, δηλ. προφέροיνται ατόφια (π.χ.: vegghera → βεgέρα, roba → ρόbα, ballad → μπαλάdα κ.ο.κ.).

Συνοψίζοיντας θα λέγαμε ότι ο τρόπος απόδοσης του δίψηφου συμφώνου για κάθε δάνεια λέξη, εξαρτάται κυρίως από:

1. τη συνθήκη ή την περίσταση (π.χ. αλλιώς θα αποδώσει τις λέξεις κομπλέ, κόμπλεξ ή κομπρεσέρ ο λαϊκός άνθρωπος, ο εργάτης ή ο βιοπαλαιστής και αλλιώς ένας άνθρωπος υψηλού μορφωτικού επιπέδου, όταν κληθεί να κάνει μια διάλεξη ή μια παρουσίαση)

2. το πόσο καλό είναι το ηχητικό της αποτέλεσμα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (π.χ.: σαμ-πάνια αיντί του σαμbάνια, αρλούbα αיντί του αρλούμ)

3. τη σημασία της και το πόσο συχνά χρησιμοποιείται και από ποιους [π.χ.: ιμbεριαλισμός αλλά (ε/ι)μ-πρεσιονισμός, κοbλάρω]

Βάσει των παραπάνω, η Ελληνική δεν είναι απλώς μία γλώσσα γόνιμη, αλλά και ευέλικτη στο να εיντάσσει και να αφομοιώνει τις δάνειες λέξεις. Είναι επίσης πολύμορφη, αφού ο τρόπος έκφρασης και κατ’ επέκταση η προφορά, μπορεί -αναλόγα την περίσταση- να διαφέρει. Και αυτή της η ευκαμψία την καθιστά όיντως ωραία.
Πάνω απ όλα όμως αυτό προϋποθέτει γνώση, δηλ. σπουδή. Κάτι το οποίο δυστυχώς δε συμβαίνει.

Πλανώיνται λοιπόν πλάνην οικτράν, όσοι νομίζουν ότι τη σύγχυση ή την αγνωσία των Κανόνων Προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής, μπορούν τόσο αβίαστα και προσχηματικά να τη βαφτίζουν φωνολογική πολυμορφία. Γιατί άλλο πράγμα είναι η φωνολογική ποικιλία και άλλο η φωνολογική αγνωσία. Άλλωστε σε ποια φωνολογική πολυμορφία αναφερόμαστε, όταν υπάρχει σχεδόν παיντελής αγνωσία;...

- Καλό Καλοκαίρι.


Όπου  י    : o τόνος και η απόστροφος αποσαφηνίζοיντας την 
                   προφορά της πρότυπης γλώσσας μας.


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD