Ένας ηθοποιός με μεγάλη εμ̂πειρία και αξιόλογη παρουσία, κυρίως στο χώρο του Θεάτρου και του Ραδιיοφώνου (δηλαδή σε δύο πολύ απαιτητικά είδη τα οποία προϋποθέτουν πολλή και συστηματική άσκηση στο λόγο και τη φωνή), επισημαίνει τα κακώς κείμενα, τόσο στον τρόπο διδασκαλίας της Ορθοφωνίας στις Δραματικές Σχολές, όσο και σε αυτόν της παρουσίασης των τραγωδιών στους χώρους των Αρχαίων Θεάτρων -πολλώ δε μάλλον σε αυτόν της Επιδαύρου- θέτον̂τας τα πράγματα στη σωστή τους διיάσταση.
Απόσπασμα από
τη συνέν̂τευξη που παραχώρησε ο Κώστας Καστανάς
στο συν̂τάκτη της εφημερίδας «Πελοπόννησος», Παναγιώτη Ρηγόπουλο.
«Ομολογώ ότι
έχω πάψει να πηγαίνω στο θέατρο, γιατί έχω φοβηθεί· από τις παραστάσεις που
μαθαίνω ότι προκύπτουν και από τη μεγάλη κινητικότητα που υπάρχει.
Έχω την εν̂τύπωση
ότι από τα πολλά που υπάρχουν, πολύ ελάχιστα είναι τα καλά· και δεν προλαβαίνω
να μάθω ποια είναι αυτά.
Συνεχίζον̂ται
οι αυθαιρεσίες και οι υπερβάσεις, γιατί δυστυχώς υπάρχουν μερικοί σκηνοθέτες
που νομίζουν ότι είναι καλύτεροι από το Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη.
Κάνουν τα δικά
τους και εμένα αυτό με ενοχλεί, γιατί τους κλασικούς συγ̂γραφείς τούς έχω
υπηρετήσει με μεγάλη αυταπάρνηση, όν̂τας στην καλή εποχή του Εθνικού Θεάτρου· με
το Μινωτή, την Παξινού, τη Συνοδινού, τον Καλλέργη, τον Κωτσόπουλο και πολλούς
άλλους, που εκτιμούσα ιδιיαίτερα.
Βλέπω ότι αυτή
η παράδοση έχει πάψει να υπάρχει. Βγαίνουν
μερικοί μεν, αλλά υπάρχει και ένα έλλειμμα.
Ίσως φταίει
ότι οι Σχολές Υποκριτικής δεν έχουν τα στελέχη που θα έπρεπε να έχουν.
Και βέβαια
έχει εκφυλιστεί ηΕπίδαυρος και
πιστεύω ότι αν μπορούσε να υπάρξει μια αγρανάπαυση, καλό θα ήταν.
Να βάλουν
μερικά λυρικά θέατρα να παίξουν και να ανεβάζουν λιγότερη τραγωδία, γιατί
δυστυχώς αποδεικνύεται ότι ανοίγουν την Επίδαυρο για πράγματα που δεν ανήκουν
εκεί.
Είναι πολύ
σοβαρό το θέμα της μελωδικότητας και της ορθοφωνίας της Ελληνικής Γλώσσας στο Θέατρο.
Νομίζω ότι δεν την υπηρετούν όσο θα έπρεπε και την παραμελούν, την Ελληνική Γλώσσα. Γιατί είναι ένα καλό κεφάλαιο, επίσης πολύ δύσκολο.
Λίγοι είναι οι
εκλεκτοί δάσκαλοι στις ιδιיωτικές ή τις κρατικές Σχολές Υποκριτικής που ξέρουν
να διδάξουν Ορθοφωνία.
Την Ορθοφωνία
δεν πρέπει να την εγ̂καταλείπει ποτέ ο ηθοποιός. Θα πρέπει πάν̂τοτε να κάνει
ασκήσεις, ώστε να μη βρεθεί στη δυσάρεστη έκπληξη που βρέθηκα εγώ στην Επίδαυρο,
πρόσφατα· όταν είδα τα δεκάδες μικρόφωνα.
Και ρώτησα: Tι είναι αυτά;
Μου είπαν: Είναι για τους ηθοποιούς. Δεν ακούγον̂ται!
-Γιατί δεν ακούγον̂ται;
-Γιατί δεν τους έχει πει ποτέ κανείς τίποτα και δεν έχουν
ασχοληθεί με τα μεγάλα θέατρα, τα οποία θέλουν μια ιδιיαίτερη αγωγή του λόγου.
Αλλιώς θα
παίξεις ένα έργο στον κλειστό χώρο, αλλιώς στον ανοιχτό. Θέλει πρόβες και θέλει
άσκηση ειδική!
Εμείς παλιά με
το Εθνικό, για να παίξουμε στην Επίδαυρο, μέναμε ακόμα και ένα μήνα εκεί για να
εγ̂κλιματιστούμε.
Το θεωρώ
απαράδεκτο να υπάρχουνμικρόφωνα στην Επίδαυρο!
Αυτά τα θέατρα
ήταν φτιαγμένα από καταπληκτικούς αρχιτέκτονες, ειδικά για την ανθρώπινη φωνή. Ώστε
να μιλάει ένας υποκριτής και να ακούγεται σε όλο το κοίλον· μέχρι επάνω, στο
τελευταίο διיάζωμα.
Δεν ξέρω τι
συμβαίνει αλλά το κοινό, αν̂τί να εκπαιδεύεται, πηγαίνει προς τα πίσω!
Δε φταίει το
κοινό. Φταίνε οι άνθρωποι του θεάματος, οι οποίοι προσπαθούν να το προσελκύσουν
με τρόπους, ίσως, φθηνούς.
Πάν̂τοτε το Θέατρο
λειτουργούσε με τηλεοπτικούς όρους. Δυστυχώς, αυτός που θέλει να κάνει το
θεατρικό παραγωγό και θέλει να βγάλει χρήματα, προτιμάει να βάλει ανθρώπους
τηλεοπτικούς.
Έτσι όμως το Θέατρο
φθίνει και παύει να επιτελεί το σωστό του έργο· που δεν είναι να κόβει μόνο
εισιτήρια, αλλά να παρουσιיάζει στη σωστή θέση τούς σωστούς ανθρώπους, τους
σωστούς ρόλους.
Μελετημένους
και σοβαρούς στη δουλειά τους, ηθοποιούς και σκηνοθέτες, και απόλυτα
προσαρμοσμένους στην κατεύθυνση του Θεάτρου.
Δεν μπορώ να
κάνω μία θεατρική δουλειά, όπως κάνουν πολλοί άξιοι, νέοι συνάδελφοι· με ένα
μήνα προετοιμασία, ή έστω δύο. Εγώ θέλω τουλάχιστον έξι μήνες για να
προετοιμαστώ σωστά.
Στις
εκφωνήσεις είχα καθίσει και είχα μελετήσει. Δεν είμαι μοναδικός σε αυτό, αλλά
όταν ακούω: Μπράβο! Έχεις ωραία φωνή,
διיαφωνώ.
Δεν είναι αυτό
το θέμα. Είναι ότι για να ηχογραφήσω ένα κείμενο, κάθομαι και το μελετάω πάρα
πολύ! Δεν έχω κάνει ποτέ μου βιαστικά πράγματα.
Παρατηρώ ότι έχει γεμίσει ο
κόσμος με αναγνώσεις, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ ακατάλληλοι, ως επί το
πλείστον, αυτοί που διαβάζουν· απ’ ό,τι έχω ακούσει.
Δεν εννοώ ότι
εγώ είμαι ο καλύτερος, αλλά ότι για να κάνεις κάτι χρειάζεται μελέτη. Αν κάνεις
κάτι με μελέτη, είναι καλώς καμωμένο.
Για να διיατηρήσεις
την αίγλη, θα πρέπει να έχεις την αίγλη!
Την αίγλη που
υπήρχε παλιά στο Εθνικό, που μάλιστα την κατηγορούσαν, ήταν γιατί είχε το δικό
του θίασο. Πράγμα που δεν τολμούν να το κάνουν τώρα.
Είχε ένα θίασο
μετρημένο, στον οποίο ήμουν κι εγώ μέλος. Όλοι οι ηθοποιοί, ένας κι ένας!
Τώρα δυστυχώς
έχει ανοίξει το Εθνικό Θέατρο, επειδή υπήρχε η ανεργία, και προσλαμβάνουν όποιον
θέλουν για να συμ̂πληρώσουν τις διיανομές.
Λένε ότι πρέπει
να ανοίξει· να πάρετε κόσμο!...
Μα δεν
παίρνεις έτσι τον κόσμο. Παίρνεις αυτόν που χρειάζεται. Ειδικά στο Εθνικό
Θέατρο μιας χώρας!».
-Κύριε Καστανά, σας ευχαριστώ θερμά για αυτή σας τη δημόσια τοποθέτηση! Κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί δικαίωση και για τη δική μου Τέχνη και Επιστήμη που υπηρετώ.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου:ˆτο ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
«Η λέξη, που από την αρχή της τη ζάρωσαν σα φυσαρμόνικα,
µου φαίνεται σαν πρόσωπο µε σπασμένη, πατικωµένη μύτη.
Μια
λέξη, που της έφαγαν το τέλος της, µου φαίνεται σαν άνθρωπος χωρίς
πόδι.
Την παράλειψη γραμμάτων ή συλλαβών την αισθάνομαι τώρα τόσο
έν̂τονα σα μειονέκτημα, όσο ένα λειψό µάτι ή δόν̂τι· ή ένα
παραμορφωμένο αφτί ή ἀλλο µέρος του σώματος.
Όταν κάποιος, απὀ τη
συνηθισμένη του βαρεµάρα ή ανεµελιά, ανακατεύει όλες µαζί τις λέξεις σε
µια άµορφη μάζα, σκέφτομαι άθελά µου µια μύγα πεσμένη σ’ ένα κιούπι
μέλι, ή το φθινοπωρινό καιρό, όταν απὀ τη λάσπη, την ομίχλη και το
χιονόνερο δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τίποτα.
Ο λόγος χωρίς ρυθµό, όταν η
φράση ξεκινάει αργά, αφηνιיάζει στη µέση του δρόμου και µετά,
πάλι απότομα, γλιστράει κάπου και χάνεται, µου θυμίζει το περπάτημα του
μεθυσµένου και το λαχανιασµένο παραμιλητό κάποιου που πάσχει από χορεία*(είδος νευροπάθειας).
Θα σας έτυχε, βέβαια, κάποτε να διαβάσετε
βιβλία ή εφημερίδες κακοτυπωµένες· µε λειψά γράμματα και µε διיάφορα τυπογραφικά λάθη.
Δεν είναι αληθινό μαρτύριο να κάθεσαι
να κάνεις υποθέσεις και να λύνεις τα αινίγματα που σου βάζει ένα
τέτοιο κείµενο;
Όμως, όσο κι αν δυσκολευτείς να τα βγάλεις πέρα μ’ ένα
κακοτυπωµένο βιβλίο ή μ’ έναν κακό γραφικό χαρακτήρα, στο τέλος θα τα
καταφέρεις, αν βάλεις τα δυνατά σου, να καταλάβεις κάπως το νόημα· το
κρυμμένο πίσω απ᾿ τις λέξεις.
Το έν̂τυπο ή το γραπτό, βρίσκεται
εκεί· μπροστά σου.
Έχεις όλο τον καιρό να το διαβάσεις ξανά και ξανά, ώσπου
να ξεδιαλύνεις τα σκοτεινά σηµεία του.
Μα τι μπορείς να
κάνεις στο θέατρο, όταν οι ηθοποιοί µε την προφορά τους σου προσφέρουν ένα
κείµενο, όμοιο µε κακοτυπωµένο βιβλίο;
Όταν τρώνε ολόκληρα
γράμματα, λέξεις, φράσεις, που συχνά έχουν πρωταρχική σπουδαιότητα για τη
βασική δοµή του έργου;
Ό,τι ειπώθηκε, πάει· πέταξε.
Δεν ξαναγυρίζει.
Το
έργο προχωρεί γοργά στη λύση του, χωρίς να σου αφήσει καν τον
καιρό να σταθείς και να στριφογυρίσεις στο νου σου ό,τι δεν
κατάλαβες».
*Κινητική διיαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από ακούσιες, απρόβλεπτες, μικρής διיάρκειας, ταχείες και ακανόνιστες κινήσεις.
Επειδή εύκολα λησμονούμε τη σημαν̂τικότητα της Ορθοφωνίας στο Θέατρο, αλλά και στην καθημερινή μας επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους.
Η έκδοση του 1961 σε μτφρ. Elizabeth Reynolds Hapgood
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου:ˆτο ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
Στη μνήμη των αδικοχαμένων συνανθρώπων μας, στην πλειοψηφία
τους στο λυκαυγές της ζωής τους και με ανεκπλήρωτα όνειρα, οι οποίοι είχαν φρικτό και αδόκητο τέλος, λόγω της χρόνιας εγ̂κληματικής
αμέλειας από μέρους της Πολιτείας
Είναι πασιφανές ότι η κρίση στις μέρες μας είναι, πρώτιστα,
πολιτισμική.
Όμως, το πλέον παράδοξο και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφικό
είναι πως όλα αυτά συμβαίνουν στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το Θέατρο και ο
Πολιτισμός!
Λες και έχουμε τόσα πολλά να προβάλλουμε στη σύγχρονη Ελλάδα, οπότε αυτό
περισσεύει…
Η Πολιτεία, δυστυχώς, εδώ και πάρα πολύν καιρό έπαψε να
ενδιיαφέρεται για τη Γλώσσα, τις Τέχνες και τον Πολιτισμό.
Όλα απλώς γίνον̂ται για το «φαίνεσθαι».
Ό,τι συμβαίνει με τις Τέχνες, η ίδια υποκρισία λαμβάνει
μέρος κάθε χρόνο, στις 9 Φεβρουαρίου, με τον Εορτασμό της Παγ̂κόσμιας Ημέρας
της Ελληνικής Γλώσσας· την οποία, όχι μόνο, ως όφειλε, δε διיαφύλαξε και δεν
καλλιέργησε, αλλά παρά τις κατά καιρούς συστάσεις και επισημάνσεις, προκλητικά αγνόησε και
παραμέλησε.
Φτάσαμε στο σημείο οι νέοι, σήμερα, να αρθρώνουν καλύτερα
μία λέξη στα αγ̂γλικά απ’ ό,τι στα ελληνικά!
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Σε ό,τι αφορά τον Προφορικό Λόγο, αν̂τί να μεριμνήσει για
την έν̂ταξη της Ορθοφωνίας στις Παιδαγωγικές Σχολές και στα Σχολεία, αδιיαφόρησε
πλήρως για τη σημαν̂τικότητά της, με συνέπεια, το 2011, να «επινοηθεί» μία νέα
Σχολική Γραμματική, η οποία, όχι απλώς ακυρώνει όλες τις προηγούμενες μελέτες
και τα συγ̂γράμματα σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων, που αναφέρον̂ται στις ευ̂φωνικές
συνηχήσεις και, εν γένει, στους Κανόνες Προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής, αλλά
επισημοποιεί το λάθος, διδάσκον̂τας πλέον στις νέες γενιές την κακοφωνία και
τον ψευδισμό!
ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Το ίδιο ακριβώς έπραξε και με τις Δραματικές Σχολές, όταν,
ήδη από το 2003 τις απαξίωσε, αφήνον̂τάς τες αδιיαβάθμητες, στο έλεος του Θεού.
Τις Δραματικές Σχολές, οι οποίες αποτελούν τον κύριο
τροφοδότη του Θεάτρου και του Πολιτισμού μας και στις οποίες η Ορθοφωνία διיασώζεται
ως μάθημα και έτσι διδάσκεται ακόμη στην Εκπαίδευση.
Την Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής, η
παρακολούθηση της οποίας θεωρείται σημαν̂τική και υποχρεωτική, καθόλη τη διיάρκεια φοίτησης
σε μία Δραματική Σχολή· (επισημαίνω ότι στη Σχολή στην οποία διδάσκω, λόγω της
σπουδαιότητάς της στην εκπαίδευση του ηθοποιού, γίνον̂ται οι διπλάσιες ώρες από
αυτές που ορίζει το ΥΠΠΟΑ) όταν στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του
ΑΠΘ, σύμφωνα με την εγ̂κύκλιο των σπουδών του, αρκεί η παρακολούθηση δύο (2)
κύκλων μαθημάτων της για να γίνει κάποιος ηθοποιός (ή για να διδάξει την
Υποκριτική)· και μάλιστα με δίπλωμα Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή με ό,τι αυτό
συνεπάγεται στη μετέπειτα εργασιακή του σχέση, μισθοδοσία ή πρόσληψη στο Δημόσιο.
Ειρήσθω εν παρόδω, θα ήταν άκρως διיαφωτιστικό να διיευκρινιστεί
πόσες ώρες διδάσκεται η Ορθοφωνία στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, με ποια συχνότητα,
σε ποιο ή σε ποια εξάμηνα/έτη σπουδών και από ποιον, γιατί στην ιστοσελίδα της
Σχολής δεν αναφέρεται καν το όνομα του διδάσκον̂τος ή της διδάσκουσας το
μάθημα.
Σήμερα, μετά από 60 χρόνια, συζητούμε ακόμη για το αν και πότε θα δημιουργήσουμε μία Ακαδημία Θεάτρου, όταν στη χώρα του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή θα έπρεπε να λειτουργούν ήδη, όχι μία αλλά τρεις (3)· εκ των οποίων η πρώτη να ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη και τη διδασκαλία του Αρχαίου Δράματος και των παραστάσεών του στο φυσικό του χώρο.
Να «στρατολογεί» και να προετοιμάζει ηθοποιούς ταγμένους να υπηρετήσουν αυτό κυρίως το είδος θεάτρου, με τη λειτουργία της να αποτελεί εκπαιδευτικό σημείο αναφοράς σε ολόκληρο τον κόσμο!
Σε λίγες ημέρες, εφόσον τελικά παραιτηθούν οι συνάδελφοι-καθηγητές, θα πάψει να υφίσταται η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Πρωτόγνωρο και συνάμα πολύ λυπηρό για τη χώρα μας, την
ιστορία του Εθνικού μας Θεάτρου και τον Πολιτισμό μας!
Πόσο μάλλον, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτό συμβαίνει σε
μία χώρα με ελεύθερη και δημοκρατική διיακυβέρνηση και όχι υπό συνθήκες
ανωτέρας βίας.
Είθε, έστω την ύστατη στιγμή, να πρυτανεύσει η λογική και η
Πολιτεία να πράξει τα δέον̂τα για το Θέατρο, τη Γλώσσα και τον Πολιτισμό μας, πριν γίνουμε περίγελως διיεθνώς!
Υ.Γ.:
Αυτή την κρίσιμη ώρα για το Θέατρο και τον Πολιτισμό μας, για τους Σπουδαστές των Δραματικών Σχολών και το δίκαιο αγώνα τους, πού είναι οι άνθρωποι του πνεύματος; Γιατί δεν τοποθετούν̂ται επί του φλέγον̂τος ζητήματος;
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου:ˆτο ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
ΑΓΩΓΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΦΩΝΗΣ Ή ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΦΩΝΗΣ;
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ #MeToo
Σε συνέχεια κάποιων από τα όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση, με θέμα: «Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας - Φωνή», στη διημερίδα την οποία διοργάνωσε η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Όσον αφορά στο ποιοι δικαιούν̂ται να διδάξουν το μάθημα της Αγωγής του Προφορικού Λόγου και της Φωνής (Ορθοφωνίας) σε μία Δραματική Σχολή, ο νόμος είναι σαφής:
Σκηνοθέτης ή ηθοποιός, αναγνωρισμένης αξίας, με δεκαετή πραγματική θεατρική εργασία και κατά προτίμησηειδικευμένοςστην Τεχνική του Λόγου και της Υποκριτικής.
Καταρχάς, η παραπάνω απαραίτητηπροϋπόθεση επιβεβαιώνει την απόλυτη συνάφεια η οποία υπάρχει, μεταξύ της Ορθοφωνίας και της Υποκριτικής.
Με άλλα λόγια, ο διδάσκων ή η διδάσκουσα το μάθημα της Αγωγής του Προφορικού Λόγου και της Φωνής, θα πρέπει, οπωσδήποτε, να έχει 10ετή θεατρική εμ̂πειρία και πάρα πολύ καλή γνώση της Υποκριτικής.
Επιπλέον, επισημαίνεται η σημαν̂τικότητα της ειδίκευσης στην Τεχνική του Λόγουσε σχέση, πάν̂τοτε, με την Υποκριτική.
Και ο λόγος ο οποίος πρέπει να συμβαίνει αυτό, είναι προφανής:
Επειδή το ζητούμενο δεν είναι απλώς μία λειτουργική φώνηση, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγ̂κες της καθημερινής επικοινωνίας, αλλά μία εκφορά-φώνηση ιδιיαίτερα υψηλών απαιτήσεων, ενόψει της Υποκριτικής, και δη της προσέγ̂γισης και της απόδοσης έργων κλασικού ρεπερτορίου.
Για το λόγο αυτό, ορίσθηκε από τον ίδιο το Ρον̂τήρη (βλ. σχετική αναφορά), τον εισηγητήτης Ορθοφωνίας στη θεατρική εκπαίδευση, τι ακριβώς πρέπει να διδάσκεται, όσον αφορά το μάθημά της, σε μία Δραματική Σχολή:
Σύστημα αναπνοής - άρθρωση - τοποθέτηση και ανάπτυξη φωνής - κανόνες ορθής προφοράς και απαγ̂γελίας.
Όσοι έχουν εν̂τρυφήσει στην Ορθοφωνία, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνουν αυτά.
Άλλωστε στο συνέδριο αναφέρθηκα, εκτενώς, στην Έκθεσή μου (βλ. σελ. 4) στην ύλη, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί στα τρία έτη σπουδών.
Και τη γνώση αυτή την παρέχει στον ηθοποιό μόνονηκλασική παιδεία:
Η μελέτη και η εξάσκηση σε έργα κλασικού ρεπερτορίου.
Σημειωτέον ότι τα παλαιότερα χρόνια, πολλοί δάσκαλοι της Υποκριτικής, όσο και σκηνοθέτες, κατείχαν την τεχνική της.
Σήμερα, δυστυχώς, οι περισσότεροι όχι.
Ήδη από τη δεκαετία του 30, με την αναβίωση του Αρχαίου Δράματος και την ανάγ̂κη ανεβάσματος παραστάσεων από τον κλειστό χώρο στο φυσικό τους, δηλαδή στο ύπαιθρο και στα Αρχαία Θέατρα, η Ορθοφωνία -μέσω του Ρον̂τήρη- έχει φρον̂τίσει να βρει λύσεις, όχι μόνο σε καίρια ζητήματα που απασχολούν την εκφορά και εν γένει τη φώνηση, αλλά και να εμβαθύνει, εφαρμόζον̂τας συστήματα και μεθόδους οι οποίες αφορούν την κατάκτηση της τεχνικήςκαιτην ανάδειξη της ερμηνείας.
Και το κατάφερε θαυμάσια, παραδίδον̂τάς μας μοναδικά δείγματα γραφής· όταν η κατά πολύ νεότερή της Λογοθεραπεία (μόλις τη δεκαετία του 90 δημιουργήθηκε Τμήμα Εκπαίδευσης στην Ελλάδα), η οποία αποτελεί εξειδίκευση της Ορθοφωνίας, προκειμένου να εξυπηρετήσει, κυρίως, ειδικούς σκοπούς, και όχι τεχνικούς-υποκριτικούς, αναζητεί ακόμη λύσεις στη διיαχείριση και την επίλυση ανάλογων ζητημάτων.
Ειρήσθω εν παρόδω, κατά καιρούς δέχομαι τηλεφωνήματα στο γραφείο μου από απόφοιτους Λογοθεραπείας, οι οποίοι μου ζητούν να παρακολουθήσουν τις συνεδρίες και να κάνουν δίπλα μου πρακτική, ώστε να επιμορφωθούν σχετικά με τις μεθόδους και τον τρόπο επίλυσης ζητημάτων της φώνησης και της άρθρωσης.
Τα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχαν δυσφωνίες ή δυσαρθρίες στο Θέατρο;
Ποιος αναλάμβανε να τις αν̂τιμετωπίσει και ποιος έδινε λύσεις σε αυτές;
Η αναφορά του Colombat στον όρο Ορθοφωνία και το σύγ̂γραμμά του για τον τραυλισμό
Είναι γνωστόν τοις πάσι πως, όταν κάποιος φέρει πρόβλημα στην άρθρωση ή τη φωνή, του συνιστούν να αποταθεί πρώτιστα σε ένα δάσκαλο Ορθοφωνίας για μαθήματα.
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που ένας λογοθεραπευτής δεν μπορεί να διδάξει σε μία Δραματική Σχολή.
Στερείται ουσιωδών γνώσεων, τεχνικής και μεθοδολογίας, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει και να δώσει άμεσα λύσεις στις απαιτήσεις της ερμηνείας και τις ανάγ̂κες του ηθοποιού.
Όσον αφορά τη Φωνοθεραπεία, η τοποθέτησή μου είναι απολύτως ευκρινής:
Η καλύτερη πρόληψη είναι η τεχνική.
Είναι άλλες οι ανάγ̂κες του ηθοποιού σε σχέση με αυτές του απλού ανθρώπου.
Ο ηθοποιός καλείται να κάνει πρωταθλητισμό.
Επομένως, οφείλει να γνωρίζει την τεχνική για να προστατεύσει τη φωνή του.
Ο Ρον̂τήρης όριζε την τεχνική στον ηθοποιό, ως τον απόλυτο έλεγχο του μυϊκού και του νευρικού του συστήματος.
Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να έχει μάθει να ελέγχει απόλυτα τη φωνή του.
Τι θα γίνει αν, λόγω κακοχρησίας, κλείσει σε μία παράσταση η φωνή του ηθοποιού;
Θα επανέλθει την επόμενη μέρα με τη φωνοθεραπεία, ή θα χρειαστεί να πάρει κορτιζόνη για να ανοίξει η φωνή;
Και αν συμβεί αυτό, τι θα κάνει τη μεθεπομένη που θα έχει πάλι παράσταση;
Πόσες κορτιζόνες θα πάρει και τι θα πάθει στο τέλος η φωνή και η υγεία του;
Όλα τα παραπάνω διδάσκον̂ταν συστηματικά και εφαρμόζον̂ταν μέχρι τη δεκαετία του 80, οπότε και άρχισε σιγά σιγά, ελλείψει καταρτισμένων δασκάλων και άξιων συνεχιστών εκμάθησης της Ορθοφωνίας (οι Ρον̂τήρης, Καραντινός, πλέον, δε βρίσκον̂ται εν ζωή), να φθίνει η τεχνική στο Θέατρο.
Αυτός ήταν και ο σκοπός της μετεκπαίδευσής μου στο εξωτερικό και συγ̂κεκριμένα στο Royal Central School of Speech & Drama (University of London), μετά την αποφοίτησή μου από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών:
Η τεχνικήκαιεπιστημονική κατάρτιση στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής, η οποία, όπως τότε -με το Ρον̂τήρη και τον Καραντινό- έτσι και σήμερα, δεν υφίσταται στην Ελλάδα.
Προσωπικά, είχα την ευλογία και την τύχη πατέρας μου να είναι ο Γρηγόρης Βαφιάς, ο οποίος υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Ρον̂τήρη στην Ορθοφωνία και που με την αποφοίτησή του, ο ίδιος ο δάσκαλός του τον διיόρισε καθηγητή Ορθοφωνίας στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος και μία από τις ωραιότερες φωνές του Θεάτρου μας.
Αυτός μου δίδαξε τις θεμελιώδεις αρχές της, ενώ διיακρίνον̂τας την κλίση μου, με προέτρεψε να τη σπουδάσω ενδελεχώς και να την κάνω έργο ζωής.
Όπως και έγινε.
Εμβαθύνον̂τας και προεκτείνον̂τας στο σύστημα του Ρον̂τήρη, συνειδητοποίησα ότι, τελικά, όλα είναι μουσική·και πως τα πάν̂τα βασίζον̂ται στην αναπνοή, στο ρυθμό και τον ήχο.
Για να αμφισβητήσεις, να αποδομήσεις ή να εξελίξεις κάτι, θα πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις· να το μελετήσεις καλά.
Και ο Ρον̂τήρης, όχι μόνο δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε, αλλά, επί της ουσίας, δεν ξεπεράστηκε ποτέ.
Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει από τους μεταγενέστερους ακόμη προσεγ̂γιστεί· πόσο μάλλον ερμηνευτεί.
Είναι τόσο σύγχρονος και αναγ̂καίος, όσο ποτέ.
Παρεμ̂πιπτόν̂τως, στο πρώτο έτος της Σχολής, η καθηγήτρια της Ορθοφωνίας, αναγνωρίζον̂τας την επίδοσή μου στο μάθημα, με σήκωνε για να δείξω την τεχνική της αναπνοής στους συμμαθητές μου.
Είχε φρον̂τίσει ένα χρόνο πριν, να μου τη διδάξει ο πατέρας μου, όταν λόγω της μη έγ̂καιρης επιστροφής μου από την Αγ̂γλία, στην οποία είχα μεταβεί για την καλύτερη εκμάθηση της αγ̂γλικής, είχε παρέλθει η ημερομηνία αιτήσεων στο Υπουργείο Πολιτισμού για τη συμμετοχή μου στις εισαγωγικές εξετάσεις, με συνέπεια να παρακολουθήσω τα κύρια μαθήματα του πρώτου έτους της Σχολής, ως ακροατής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν υπέβαλα αίτηση σε καμία άλλη Δραματική, παρά μόνο σε αυτήν του Ωδείου Αθηνών.
Πότε θα είχα την ευκαιρία να τον έχω δάσκαλο σε μία Σχολή· πέραν του ότι εκείνη την εποχή, το Ωδείο Αθηνών, στη συν̂τριπτική του πλειοψηφία, είχε εξαίρετους καθηγητές.
Ό,τι είμαι σήμερα, σε ένα μεγάλο βαθμό, το οφείλω σε εκείνον και στη μητέρα μου, η οποία μου συμ̂παραστάθηκε με κάθε τρόπο.
Και από εδώ και πέρα, αρχίζει το δικό μου#ΜeΤoo και ο αγώνας για τη μεταλαμ̂πάδευση των γνώσεών μου και την αναγνώριση, απέναν̂τι στην ευνοιοκρατία.
Το 1987, όν̂τας ήδη δευτεροετής στη Σχολή, οι τριτοετείς αποφασίζουν να απέχουν από τα μαθήματα, αφενός λόγω κατάχρησης εξουσίας και ανάρμοστης συμ̂περιφοράς από τον τότε Διיευθυν̂τή της Δραματικής, αφετέρου λόγω της διδασκαλίας του μαθήματος της Ορθοφωνίας από τη σύν̂τροφό του (και πρώην απόφοιτο της Σχολής), η οποία δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ανάληψη του μαθήματος.
Σε αυτή την απόφαση συμ̂παρίσταται και το έτος μου.
Η κινητοποίησή μας έφτασε μέχρι το Υπουργείο Πολιτισμού και στην προσωπική μας ακρόαση από την τότε Υπουργό, Μελίνα Μερκούρη.
Οι διיαβουλεύσεις που έγιναν είχαν ως αποτέλεσμα, την παραίτηση του Διיευθυν̂τή της Δραματικής από τη διδασκαλία του μαθήματος της Υποκριτικής, και για τα δύο έτη (Β΄ και Γ΄), την προσωρινή παύση της καθηγήτριας από τη διδασκαλία του μαθήματος της Ορθοφωνίας και τον περιορισμό της στη Γραμματεία της Δραματικής, μέχρι της αποφοιτήσεώς μας, και κατόπιν την επαναφορά της στη θέση της διδάσκουσας το μάθημα.
Ασφαλώς, η στάση μου να συν̂ταχθώ με το μέρος των συσπουδαστών μου, είχε και τις ανάλογες επιπτώσεις.
Στο Συμβούλιο των Καθηγητών, το οποίο συγ̂κλήθηκε στο τέλος του σπουδαστικού έτους και αφορούσε την επίδοση των μαθητών και την παράδοση της βαθμολογίας, μερικοί από τους καθηγητές των θεωρητικών μαθημάτων, οι οποίοι είχαν κληθεί από το Διיευθυν̂τή της Δραματικής για να παρακολουθήσουν τις εξετάσεις της Υποκριτικής, με βαθμολόγησαν με μέτριοβαθμό, επηρεάζον̂τας τοιουτοτρόπως, τόσο το μέσο όρο της βαθμολογίας μου στην Υποκριτική, όσο και την εν γένει βαθμολογία, εν συγ̂κρίσει με αυτήν του πρώτου τετραμήνου, η οποία ήταν ιδιיαίτερα υψηλή.
Η στάση του πατέρα μου στο Συμβούλιο υπήρξε αξιοπρεπήςκαιρητή.
Όταν έφτασε η στιγμή να μιλήσουν για μένα, είπε:
«Θα βαθμολογήσετε πρώτα όλοι σας και εγώ θα του βάλω το μέσο όρο της βαθμολογίας σας».
Μεταξύ αυτών ήταν και δύο από τους αγαπημένους μου καθηγητές, τους οποίους μνημονεύω ακόμη και σήμερα, με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη.
Ο καθηγητής της Δραματολογίας, του οποίου αργότερα εκφώνησα επικήδειο, εκ μέρους των τότε αποφοιτησάν̂των από τη Σχολή, και η καθηγήτρια της Ιστορίας Θεάτρου και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, την οποία, στα στερνά της, όταν νοσηλευόταν σε ιδιיωτική κλινική, επισκεπτόμουν συχνά για να τη δω και να της κάνω παρέα, και της οποίας χαίρομαι που μπόρεσα και απάλυνα το άλγος, για την αδικία της προς το πρόσωπό μου.
Ήταν, ομολογουμένως, μία δύσκολη περίοδος·τόσο για μένα, όσο και για τον ίδιο τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν καθηγητής στη Σχολή.
Αμέσως μετά το πέρας της φοίτησής μου, υπηρετώ τη στρατιיωτική μου θητεία και κατόπιν αναχωρώ για το Λονδίνο και τη μετεκπαίδευσήμου στην Ορθοφωνία.
Με την επιστροφή στην Ελλάδα και ενώ φρον̂τίζω να διיατηρήσω επαφή με τη Σχολή μου, άλλωστε δίδασκε ο πατέρας μου σε αυτήν, όπως και η εν λόγω καθηγήτρια το μάθημα της Ορθοφωνίας, πληροφορούμαι, κάποια στιγμή, ότι παραιτείται της διδασκαλίας της και διיατελεί απλώς τα χρέη της Γραμματέως· με τη θέση της, τελικά, να αναπληρούται από την πρόσληψη άλλου καθηγητή.
Τότε συνειδητοποίησα ότι οι σχέσεις μου με τη Διיεύθυνση της Σχολής είχαν οριστικά διיαρραγεί και ότι, ουσιיαστικά, πλήρωνα το τίμημα της επιλογής μου να συμ̂παρασταθώ στους συσπουδαστές μου.
Μετά την εκδημία του Διיευθυν̂τή της Σχολής, ανέλαβε -σύμφωνα με το καταστατικό της, όν̂τας ως ο παλαιότερος καθηγητής Υποκριτικής- για μερικά χρόνια τη Διיεύθυνση της Δραματικής ο πατέρας μου·μέχρι που παραιτήθηκε για να μετοικήσει στη γενέτειρά του.
Φυσικά, όλο αυτό το διיάστημα, ούτε που πέρασε ποτέ από το μυαλό μας, τόσο από το δικό του όσο και το δικό μου, να υποβάλω αίτηση για πρόσληψη στη Δραματική.
Στο μεταξύ, το 1993, μετά την αποβίωση του Νίκου Παπακωνσταν̂τίνου, καθηγητή Ορθοφωνίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, αποφασίζω να μεταβώ στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με σκοπό να αιτηθώ για να διδάξω το μάθημά της.
Στο πλατύσκαλο της Σχολής συναν̂τώ τον τότε Διיευθυν̂τή, τον αείμνηστο Τάσο Ρούσσο, σπουδαίο φιλόλογο και μεταφραστή, ο οποίος μαθαίνον̂τας το λόγο της έλευσής μου, με ευγενικό τρόπο με αποτρέπει να προχωρήσω σε αίτηση, αναφέρον̂τάς μου ότι είμαι ακόμη πολύ νέος και πως έχω όλο το χρόνο μπροστά μου για να διδάξω στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, οπότε ας δώσω τη δυνατότητα σε έναν παλαιότερο συνάδελφο να διδάξει το μάθημα, ο οποίος έχει ανάγ̂κη να βιοποριστεί και να συμ̂πληρώσει τα ένσημα για τη σύν̂ταξή του.
Δυστυχώς, ύστερα από ένα χρόνο ο αγαπητός συνάδελφος απεβίωσε.
Δε θα αναφέρω το όνομά του, από σεβασμό προς το πρόσωπο και τη μνήμη του.
Υπήρξε έν̂τιμος άνθρωπος, τον γνώριζα καλά· τον είχε εκπαιδεύσει ο πατέρας μου για να διδάξει την Ορθοφωνία στη Σχολή του, επειδή ο ίδιος, λόγω φόρτου εργασίας (διיεύθυνση Σχολής, διδασκαλία Υποκριτικής, εκπομ̂πές στο ραδιיόφωνο, παραστάσεις με το Εθνικό Θέατρο κ.λπ.), δεν προλάβαινε να κάνει και το μάθημα της Ορθοφωνίας.
Όσον αφορά εμένα, μετά από αυτό το περιστατικό, δεν επεδίωξα ποτέ να αιτηθώγια να προσληφθώστη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου· όταν ακόμη και μαθητές μου δίδαξαν, κατά καιρούς, σε αυτήν.
Πρώτηκαιτελευταία φορά που δίδαξα την Ορθοφωνία στο Εθνικό, ήταν το 1997, στην Πειραματική Σκήνη, έπειτα από πρόταση του Νίκου Περέλη, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε πολύ τη δουλειά μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό!
Εκείνη την εποχή, καλλιτεχνικός Διיευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ήταν ο Νίκος Κούρκουλος· ο οποίος, μόλις του συστήθηκα, με ρώτησε τι κάνει ο πατέρας μου (τον είχε καθηγητή Ορθοφωνίας στη Δραματική Σχολή και τον εκτιμούσε πολύ) και να του μεταφέρω τους χαιρετισμούς του.
Δεν καταχράστηκα τη γνωριμία τους· δεν του εξέφρασα ποτέ την επιθυμία μου να προσληφθώ στη Σχολή του Εθνικού. Φυσικά, ούτε ο πατέρας μου μεσολάβησε για αυτό το σκοπό.
Έκανα τις ώρες διδασκαλίας για τις οποίες κλήθηκα και αποχώρησα.
Μέχρι πρότινος, όταν με ρωτούσαν οι μαθητές μου:
«Δάσκαλε, γιατί δε διδάσκετε στο Εθνικό;»
απλώς, τους ανέφερα: «Δεν ξέρω, δε με απασχόλησε ποτέ»·
ή ότι: «Δίδαξα κάποτε στην Πειραματική, απλά δεν έτυχε».
Τόσα χρόνια, είχα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δε θα διδάξω ποτέ στη Σχολή του Εθνικού ή του Ωδείου Αθηνών.
Τις είχα βγάλει εν̂τελώς από το μυαλό μου και έτσι προχώρησα παρακάτω τη ζωή μου.
Μέχρι που κάποια γεγονότα τα οποία αφορούν τις τρέχουσες εξελίξεις και τον τρόπο διδασκαλίας της Ορθοφωνίας, συνέτειναν πάλι στο να εκφράσω, προσφάτως, την επιθυμία μου για να διδάξω το μάθημά της στις συγ̂κεκριμένες Σχολές· αφού, τόσο με το Εθνικό όσο και με το Ωδείο Αθηνών, με συνδέουν, για διיαφορετικούς λόγους, μεγάλοι συναισθηματικοί δεσμοί.
36 χρόνια σιיωπής είναι αρκετά.
Ακριβώς τόσα χρόνια μεσολάβησαν, από τότε που άρχισε η ενασχόλησή μου με την Ορθοφωνία.
Αμέτοχος σε οποιαδήποτε συν̂τεχνία, συνύφανση ή δημιουργία σχέσης, η οποία θα μπορούσε να δρομολογήσει καταστάσεις και να καθορίσει τα γεγονότα·αφοσιωμένος στην Επιστήμη μου, στη μελέτη, τη συγ̂γραφή και τη διδασκαλία.
Πλέον δεν ντρέπομαι να αναφέρω, δημόσια, ότι αποτελώ και εγώ ένα ακόμηθύμα της αναξιοκρατίας.
Σύνηθες το φαινόμενο· ειδικά στην Ελλάδα.
Δε συμβαίνει πρώτη φορά· δυστυχώς, δε θα είναι και η τελευταία.
Και φτάνουμε πλέον στο σήμερα και στο προ ολίγων ημερών συνέδριο, όπου στη συζήτηση, μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για αναθεώρηση-επικαιροποίηση των απαιτούμενων προσόν̂των σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία της Ορθοφωνίας(;) (γιατί, άραγε;), ανάγ̂κη για έρευνα (;)(Έρευνα, πού; Στη Δραματική Σχολή, στην οποία καλείται ο δάσκαλος να διδάξει ένα σημαν̂τικό μάθημα για την εκπαίδευση του ηθοποιού και να δείξει την τεχνική; - Υπόψιν ότι στο βιογραφικόμου δηλώνεται η ιδιיότητα του ερευνητή· άλλωστε και στο παρόν ιστολόγιο, μεταξύ άλλων, έρευνα εκπονώ), και ανάγ̂κη για έκφραση της πολυφωνίας (;) (Η πολυφωνία στη διδασκαλία ενός μαθήματος το οποίο πραγματεύεται, αυστηρά, θέματα τεχνικής, προκαλεί σύγχυση και δυσκολίες στο στάδιο εκμάθησης για το σπουδαστή)·
ενώ, δεν παραλείπεται να θιγεί ότι η ύλη του μαθήματος θα πρέπει να διיευκρινιστεί (;) (Δηλαδή καλείται κάποιος να διδάξει, χωρίς να γνωρίζει το αν̂τικείμενο ή τι, ακριβώς, πρέπει να κάνει;), αγνοών̂τας, ταυτόχρονα, ποιος και για ποιους λόγουςσυνέταξε το νόμο για τον τρόπο διδασκαλίας της στις Σχολές·
και ακόμη, επισημαίνεται ότι προς το πέρας της φοίτησης και ενόψει των Διπλωματικών Εξετάσεων, θα υπάρξει ένα σημαν̂τικό ποσοστό σπουδαστών με φωνοτραύματα (;) (όταν η Ορθοφωνία πραγματεύεται ακριβώς το αν̂τίθετο; Ποιος ο λόγος να διδάσκεται τότε το μάθημά της στις Σχολές; Πέραν αυτού, λειτουργική φώνηση με φωνοτραύματα γίνεται;).
Τέλος, σε ερώτημα που ετέθη από το κοινό (για του λόγου το αληθές, άλλη ήταν η ερώτηση), συστήνεται, ως ικανός τρόπος για την ανάληψη της διδασκαλίας του μαθήματος, η αποφοίτηση από Σχολή Λογοθεραπείας (;) (Αναρωτιέμαι, όχι η αποφοίτηση από Δραματική Σχολή;) και η μετεκπαίδευση στο Central School of Speech & Drama. [Στην Έκθεση αναφέρομαι λεπτομερώς (στις σελ. 4-6) στο γνωστικό πεδίο, στο οποίο πρέπει να έχει κανείς εμβαθύνει, για να μπορέσει να διδάξει επαρκώς και σωστά την Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής σε μία Σχολή].
Όσον αφορά την τοποθέτησή μου στη συζήτηση, αυτή, προφανώς, εκλήφθηκε από κάποιους ως εμ̂πειρικού, χωρίς εξειδίκευση, και επομένως παλιακού δασκάλου, όταν μετά τους Ρον̂τήρη, Καραντινό, είμαι ο πρώτος, εδώ και πολύν καιρό, ο οποίος μετέβην για μετεκπαίδευση στην παραπάνω Σχολή.
Είναι και αυτό ένα στοιχείο της γενικότερης άγνοιας η οποία υπάρχει στο χώρο των περισσότερων Σχολών, σχετικά με την Ορθοφωνία και τον τρόπο διδασκαλίας της.
Εν κατακλείδι, από τα παραπάνω συνάγεται το συμ̂πέρασμα ότι αναφερόμαστε σε δύοσυναφείς, αλλάδιיαφορετικέςειδικότητες:
Στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής (Ορθοφωνία) και στην Εκπαίδευση της Φωνής (όπως, τουλάχιστον, ορίστηκε από κάποιους συνομιλητές στο συνέδριο)· με την πρώτη, ωστόσο, να πραγματεύεται πολλά περισσότεραστην Εκπαίδευση του ηθοποιού, απ’ό,τι η δεύτερη.
Συνεπώς, καμία αναθεώρηση ή επικαιροποίηση του ΦΕΚ δε χρειάζεται, εκτός από τονα επισημανθείότι, εφόσον πρόκειται για ηθοποιό ή σκηνοθέτη ο οποίος καλείται να τη διδάξει, οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά την τεχνική.
Σε ό,τι αφορά την Επιστήμη μου, την Εκπαίδευση του ηθοποιού και το Θέατρο, δεν τίθεται καν το ζήτημα το οποίο αναφέρθηκε στο συνέδριο:
Αγωγή Λόγου ή Φωνή;
Ούτε ως τίτλος συζήτησης:
«Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας: Φωνή»
όπως, ατυχώς, διיατυπώθηκε στο πρόγραμμα της διημερίδας.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε το Λόγο, ο οποίος αποτελεί ουσιיαστικό κεφάλαιο της Ορθοφωνίας και περικλείει:
1. την άρθρωση (δηλαδή την ενδυνάμωση των φθογ̂γοπλαστικών οργάνων, την ορθή φώνηση των γραμμάτων-ήχων της γλώσσας μας, τις κλίσεις των συμφωνικών συμ̂πλεγμάτων και την άσκηση σε ειδικά συν̂ταγμένα κείμενα)
2. τους κανόνες προφοράς (οι οποίοι αφορούν τις ευ̂φωνικές συνηχήσεις, τις εξαιρέσεις, την προφορά των δίψηφων συμφώνων των ξένων λέξεων, ανά περίπτωση, τις συνιζήσεις ή μη των διφθόγ̂γων, την τροπή ή όχι του [σ/ς] σε άτονο [ζ] κ.ά.)
3. την εκφορά και δη τα δραματικά στοιχεία (όπως το ρυθμό, την παύση, την άρση, τη θέση, τα σημεία στίξης, τον τόνο, τον τονισμό, τον επιτονισμό, την αναπνοή, την έν̂ταση της φωνής), τα οποία σχετίζον̂ται άμεσα με τον τρόπο μελέτης και προσέγ̂γισης της κατάστασης, και κατ’ επέκταση με την ερμηνεία και την τέχνη της πειθούς.
Τα συγ̂κεκριμένα ζητήματα διδασκαλίας αφορούν:
το Λόγοκαιτη Φωνή, σε απόλυτη συνάφεια με την Υποκριτική· τόσο γιατην εκγύμναση και την προστασία του σημαν̂τικότερου μέσου έκφρασης του ηθοποιού, το οποίο είναι η φωνή, όσο και για την ανάδειξη της ερμηνείας.
Αυτή ήταν, άλλωστε, και η τοποθέτησή μου στη σύσκεψη:
Λαμβάνον̂τας δε υπόψη ότι περιελήφθη στη συζήτηση και η Φωνητική (Τραγούδι), ο ιδανικός τίτλος θα ήταν:
Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας:
ΑΓΩΓΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΦΩΝΗΣ - ΦΩΝΗΤΙΚΗ
Επίσης, θα πρέπει να καταστεί σαφής η διיαφορά ανάμεσα στα δύο μαθήματα:
Στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής και στη Φωνητική.
Αναφέρομαι σε αυτό, γιατί στις Δραματικές Σχολές τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, όλο και πιο συχνά, το φαινόμενο ηδιδασκαλία της πρώτηςνα γίνεταιαπό καθηγητές της δεύτερης· όταν η Ορθοφωνία, επισημαίνω πάλι ότι, πραγματεύεται πολλά περισσότερα στην Εκπαίδευση του ηθοποιού από ό,τι η Φωνητική, η οποία αφορά, ως επί το πλείστον, τον τραγουδιστή.
Από πολύ μικρό παιδί βρέθηκα στους χώρους του Εθνικού και της Επιδαύρου· μεγάλωσα σε αυτούς.
Πρόλαβα και είδα τις παραστάσεις και τις πρόβες των μεγάλωνηθοποιώνκαιδημιουργώντης χρυσής εποχήςτου.
Μία πραγματική μυσταγωγία.
Με τα ακούσματα και το χειροκρότημα να ηχούν έν̂τονα στα αφτιά μου· τις εικόνες, τις μορφές, τα βιώματα από την ενέργεια του χώρου και τη λάμψη των παραστάσεων να είναι ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη, στα μάτια και στην ψυχή.
ΤοΕθνικό Θέατρο είναι ο καθρέφτης του Πολιτισμού μας· και οφείλει να διיατηρήσει και να καλλιεργήσει αυτή την πολύ σπουδαίαπαράδοσητης κλασικής προσέγ̂γισης και απόδοσης των έργων του Αρχαίου Δράματος, η οποία θαυμάστηκε και αν̂τιμετωπίστηκε με δέος, απ’ όλο τον κόσμο·ως ένα είδος θεάτρου μοναδικό και αξεπέραστο, το οποίο μόνον εμείς μπορέσαμε να δημιουργήσουμε και να εξελίξουμε.
Η ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟN̖TΗΡΗ, ΤΗΝ ΟΡΘΟΦΩΝΙΑ, ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Αν θέλουμε να ανακάμψει το Θέατρό μας και να ξαναδούμε μεγάλα πράγματα στην Επίδαυρο, θα πρέπει να αναζητήσουμε και να διδάξουμε την τεχνική και τα κείμενα, ακριβώς εκεί που τα αφήσαμε.
Να εγ̂κύψουμε και να μελετήσουμε τους εμ̂πνευσμένους Δασκάλους και τους μεγάλους Δημιουργούς.
Εκεί θα βρούμε τις λύσεις· εκεί υπάρχουν οι απαν̂τήσεις, εκεί θα εν̂τοπίσουμε τις ερμηνείες, για όλα.
Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής
[ΟΛΗ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ: 3:49:10 - 5:34:55]
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:
1. Προϊσταμένη Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, κυρία Αγ̂γελική Σγούρα
2. Προϊστάμενος του Τμήματος Εκπαίδευσης Θεάτρου και Χορού, κύριος Βασίλειος Μαρτσάκης
3. Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Εθνικού Θεάτρου, κύριος Βασίλειος Πουλαντζάς