ΠΑΙΖΟΜΕ ΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟ ΛΥΚΟ;
Όλα τα παιδιά έχουν διיάλειμμα.
– «Τζανή, Τζανή! Παίζομε τον κουτσό λύκο;...», εφώναξεν ο
Ρήγας.
– «Παίζω, Ρήγα. Κάμε εσύ τον κουτσό λύκο και εγώ θα κάμω
τον τσοπάνη», απάν̂τησεν ο Τζανής.
– «Παίζομε και εμείς, παίζομε και εμείς!», φωνάζουν τότε
και άλλα παιδιά.
Και αρχίζουν το κυνηγητό.
Ο Ρήγας πηδά κούτσα-κούτσα, εδώ και εκεί!
Τα άλλα παιδιά είναι οι τσοπάνηδες.
Πάνε πίσω από το Ρήγα και κουτσαίνουν.
Τον κυνηγούν, μα δεν μπορούν να τον τσακώσουν.
Όλο ξεφεύγει.
Κοιτάτε
τον!... Σαν κατσίκι πηδά.
Ο ΓΕΡΟ-ΒΑΓ̖ΓΕΛΗΣ, Ο ΤΣΑΓ̖ΚΑΡΗΣ
– «Παππούλη! Είπεν ο πατέρας να μου μπαλώσεις τα
παπούτσια»,
εφώναξεν ο Ρήγας και εχαιρέτησε το γερο-τσαγ̂κάρη, το
Βαγ̂γέλη.
Ο Βαγ̂γέλης όμως δεν ακούει.
Κον̂τά σ’ ένα χαμηλό πάγ̂κο δουλεύει ακόμη.
Ο γερο-τσαγ̂κάρης πότε ράβει και πότε καρφώνει.
Ράβει και τεν̂τώνει τους αγ̂κώνες, σα να μαλώνει.
Καρφώνει, και σ’ όλο το τσαγ̂κάρικο ακούγεται: τακ, τακ!
Τοκ, τοκ!
– «Ε, κυρ-Βαγ̂γέλη! Δεν ακούς; Εχάλασαν πάλι τα παπούτσια
μου!»,
εφώναξε πιο δυνατά ο Ρήγας.
– «Εσύ είσαι, Ρήγα, και δε σε εκατάλαβα; Εχάλασαν πάλι τα
παπούτσια! Εγώ την Τετάρτη τα έραψα. Τι είναι αυτά;», είπε ο γερο-Βαγ̂γέλης, ο
τσαγ̂κάρης.
– «Παίζω τον κουτσό, κυρ-Βαγ̂γέλη, με τον Τζανή, τον
εγ̂γονό σου!», του απαν̂τά ο Ρήγας.
Εχαμογέλασε
ο γερο-τσαγ̂κάρης και είπε: «Παιδιά μου, γεια να ‘χετε, και να παίζετε πάν̂τα
τον κουτσό! Εδώ είναι ο γερο-Βαγ̂γέλης, ο τσαγ̂κάρης».
ΠΑΙΖΟΜΕ ΤΙΣ ΔΑΣΚΑΛΕΣ;
– «Κορίτσια, κορίτσια!... Παίζομε τις δασκάλες;»,
εφώναξεν η Ρήνα.
– «Παίζομε, παίζομε!», απάν̂τησαν η Βαγ̂γελίτσα, η Φανή
και άλλα κορίτσια.
– «Καθήστε εδώ σε αυτό τον πάγ̂κο», είπεν η Ρήνα.
«Εσείς θα είστε τα παιδιά και εγώ η δασκάλα σας».
Τα κορίτσια εκάθισαν αμέσως.
Φωνάζουν και περιμένουν τη δασκάλα να αρχίσει το μάθημα.
Εφόρεσεν η Ρήνα στη μύτη τα γυαλιά της γιαγιάς.
Επήρε στο χέρι μια μεγάλη ρίγα και εστάθηκε κον̂τά στο
παράθυρο.
Όλα τα κορίτσια εσώπασαν και την εκοίταζαν στα μάτια.
Και η
δασκάλα των άρχισε να λέγει μίαν ωραία ιστορία.
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΡΕΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ
Βιαστικά περνούσε από κει μια κότα. Είδε το γάιδαρο να
βρέχεται και του είπε:
«Βρέχεσαι, καημένε! Φύγε, έμπα μέσα! Θα χαλάσεις τη
φορεσιά σου».
– «Καλύτερα βρεμένος, παρά φορτωμένος...», απαν̂τά ο
Ψαρής. Και συλλογίζεται το βαρύ φόρτωμα και τη μαγ̂κούρα του γερο-Κανέλη.
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ
Η Ρήνα τα γύριζε συχνά με την τσιμ̂πίδα για να μην
καπνίσουν. Κι ο Ρήγας περίμενε να ψηθούν.
Τσακ!... Έσκασε ένα κάστανο και πήδησε ψηλά. Η Βάσω
άκουσε τον κρότο και ξύπνησε.
– «Το δικό μου είναι αυτό», είπε. Άπλωσε το χέρι και
γύρευε να το πάρει.
– «Όχι,
αυτό είναι του Ρήγα!», είπε η γιαγιά.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΦΤΙΑΝΟΥΝ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ
Οχτώ παιδιά παίζουν στο σπίτι του Ρήγα.
Κάτι φτιάνουν. Πηγαίνουν κι έρχον̂ται.
Βγαίνουν και μπαίνουν. Ούτε στιγμή δεν κάθον̂ται.
Τα βλέπετε στη μέση της αυλής; Πόσο χιόνι μάζεψαν!...
Φτιάνουν πρώτα-πρώτα ένα κορμί.
Ύστερα φτιάνουν ένα κεφάλι· και χέρια και πόδια.
Του βάζουν στο στόμα ένα τσιμπούκι για να καπνίζει.
Ύστερα του δίνουν στο χέρι κι ένα μακρύ ραβδί.
«Θα ξυλίζει τ’ άταχτα παιδιά», λέει η Βαγ̂γελίτσα.
«Έτσι γδυτός, θα κρυώνει!», λέει η Ρήνα· και στη στιγμή
του ρίχνει στη ράχη ένα πανωφόρι.
Τώρα πια δεν κρυώνει ο χιονάνθρωπος.
Ο Βελής όμως δεν τον αφήνει ήσυχο. Τον κοιτάζει από
μακριά, τον γαβγίζει και γυρεύει να τον δαγ̂κάσει.
Ο χιονάνθρωπος όμως δε φοβάται τίποτα.
Ο ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Ξαφνικά φύσηξε δυνατός αέρας.
Ύστερα άστραψε ο συννεφιασμένος ουρανός και μπουμπούνισε.
Τι μπόρα ήταν εκείνη!... Πρώτη φορά είδαν να πέφτει τόσο
νερό.
Η θάλασσα θύμωνε και φούσκωνε· η βάρκα πήγαινε εδώ και
κει.
Ζαλισμένος ο Ρήγας, δεν ξέρει τι να κάμει.
Μα να! Τους βλέπει ο Σγουρός, ο ψαράς.
Πηδά σε μια βάρκα και πηγαίνει κον̂τά τους.
Σε λίγο τους βγάζει στην ακρογιαλιά.
Όλοι τους είναι μουσκεμένοι.
«Ε,
καπετάνιε!», λέει ο Σγουρός στο Ρήγα. «Δε φτάνει μονάχα η βάρκα· χρειάζεται και
καραβοκύρης».
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο
σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς
συνίζηση.
o η άτονη φώνηση του φθόγ̂γου.
Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής