Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΜΙΝΩΤΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ

 


Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ - ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ


«Δεν ξέρω τι εμ̂πειρία έχει το ξένο θέατρο. Ξέρω όμως τι εμ̂πειρία έχει το δικό μας θέατρο, το οποίον ασχολείται επί πάρα πολλά έτη και οργανωμένα πλέον, για τα φεστιβάλ των Αθηνών και το φεστιβάλ Επιδαύρου.

Επί ένα τέταρτον αιώνος, κάθε χρόνο, δοκιμάζει τις δυνάμεις του και την τεχνική του, για να μπορέσει να ερμηνεύσει τα αρχαία έργα.

Ε, ξένοι δεν νομίζω ότι ασχολούν̂ται όσο πολυασχολούμαστε εμείς. Άλλωστε εμείς έχουμε γεννηθεί με το προνόμιο να έχουμε κληρονομήσει αυτά τα τεράστια έργα, αλλά συγχρόνως και την υποχρέωση να τα ερμηνεύσουμε. Άρα, προσπαθούμε επί πολλά έτη και πολλές γενεές να φτάσουμε σε κάποιο αποτέλεσμα.

Οι πάρα πολλοί καλλιτέχναι που ετίμησαν με την παρουσία τους αυτό το χώρο, έχουν πεθάνει· και εμείς έχουμε μείνει και προσπαθούμε να συνεχίσουμε το έργο τους.

Νομίζω ότι οι ξένοι πρέπει να είναι πάρα πολύ ευχαριστημένοι με αυτό που κάνουμε στο Αρχαίο Δράμα, διיότι οι ίδιοι δεν έχουν τίποτα να μας αν̂τιπαρατάξουν. Βεβαίως, σε άλλο είδος θεάτρου, δεν συζητώ· διיότι έχουν και αυτοί τα δικά τους: όπως οι Εγ̂γλέζοι στον Σαίξπηρ ή οι Γάλλοι στο Μολιέρο.

Ο Διονύσης Φωτόπουλος είναι εις τη γραμμή του Φωκά. Δηλαδή το εξαίσιο φόρεμα που μου έχει κάνει, ξεκινάει από την αισθητική του Αν̂τώνη Φωκά· τον οποίον συνεχίζει.

Δεν υπάρχει άλλη λύση για μας, από το ένδυμα του πέμיπτου προ Χριστού αιώνος, όπου εγράφησαν αυτά τα έργα. Δηλαδή λέω ότι όλες οι παραστάσεις που αποτολμούν σήμερα να βάλουνε ρούχα του τριάν̂τα ή του πενήν̂τα, ή του τριάν̂τα έξι ή του δέκα… είναι όλα σκηνοθετικές ανοησίες και αν̂τικαλλιτεχνικές πράξεις, οι οποίες έπρεπε να  τιμωρούν̂ται αυστηρώς.

Εάν βάλεις τον Οιδίποδα, πριν τον γράψει ο Σοφοκλής, ήτανε τσοπάνος. Δηλαδή... έπρεπε να φοράει προβιές, έπρεπε να φοράει… Ναι, Ταρζάν».  (Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 1977)

– Φυσικά για χρήση μικροφώνου σε αυτές τις παραστάσεις, ούτε λόγος! Απλά, αδιיανόητη. Θέατρο χωρίς Ορθοφωνία δε γίνεται· πόσο μάλλον Αρχαίο Δράμα στην Επίδαυρο. 


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

                 

Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
ΚαθΑγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Σύνοψη του Τονικού Συστήματος Αποσαφήνισης της Προφοράς  

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - Γ' ΜΕΡΟΣ




ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ «ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ

ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ» [ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1919 & 1938]



Στη συλλαβική αύξηση ρημάτων που αρχίζουν από δίψηφο σύμφωνο (π.χ.:
μπαίνω - μπω), σιγού
ν̂ται τα [μ], [ν] και το σύμ̂πλεγμα προφέρεται ατόφια.
* (ε)τέν̂τωνε [(ε)τέŋdωνε] < τεν̂τώνω
Το ρήμα δεν αρχίζει από δίψηφο σύμφωνο ώστε να σιγείται το [ν].
** η
μ̂πορούσε [ηɱbορούσε] < ημ̂πορώ < εμ̂πορώ < ευπορώ/ έμ̂πορος
αλλά μπορώ > μπορούσε [b] (δημ.)  (ε)μπήκε [b] < μπαίνω
* τον + τσοπάνη → τον+τ+σοπάνη → τοŋ+σοπάνη 
 τοŋοπάνη [τοŋτοπάνη]
* τον + τσακώσουν → τον+τ+σακώσουν→ τοŋ+σακώσουν 
→ τοŋακώσουν [τοŋτακώσουν]
* Κατά τη συμ̂προφορά των λέξεων, δηλ. όταν δε μεσολαβεί παύση
στο λόγο, το [σ] τρέπεται σε άτονο [ζ]: πατέρας + να 
→ πατέρανα 
* Με τροπή του φατνιακού [ν] σε μαλακοϋπερωικό:
τον + Τζανή 
→ τοŋτζανή
* τον + πάŋgο → τοɱάŋgο (συνήχηση των [μ] και [ν])
έμπα [b]
* την + τσιɱbίδα  τηŋτιɱbίδα (συνήχηση των [ν] και [μ])
* δεν + κάθοŋdαι [κάθον̂ται] → δεŋάθοŋdαι (διττή συνήχηση του [ν])
τσιμπούκι [b] (< τουρκ. çubuk)
Τα ευ̂φωνικά [μ], [ν] σιγούν̂ται σε λέξεις που αρχίζουν από δίψηφο
σύμφωνο και έχουμε άμεση 
επανάληψή του, ώστε να δι

י

ατηρείται η
ηχητική ακολουθία (περίπτ. μπουμπούνισε), όπως και στις ξένες οι
οποίες ε
ν̂τάσσον̂ται στο κλιτικό μας σύστημα (π.χ.: μπομπονιέρα).
Όμως θα πούμε: μπα
μ̂πού (< αγ̂γλ. bamboo - άκλ.) και όχι μπαμπού [b]
απαν̂τώ
 απαν̂τών̂τας [απαŋdώŋdας] κ.ο.κ.
* Ρήγας + δεν + ξέρει → Ρήγαδεν + ξέρει → Ρήγαδεν+κσέρει →
→ Ρήγαδεŋg̊+σέρει → Ρήγαδεŋg̊z̥έρει


Παραθέτω τα παραπάνω κείμενα αποδομένα με βάση την εισήγησή μου για το γραπτό λόγο, προκειμένου να μάθουν οι επόμενες γενιές να προφέρουν σωστά τη γλώσσα μας (!)

Η ΚΥΡΑ-ΧΑΪΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟN̖TΙΚΙ

«Ντουλάπι εγύρευες, ε;
Πάλι ψωμί μού ήθελες;
Γιατί να χώνεσαι παν̂τού;
Αν σ’ αρέσει, έμπα πια σε ντουλάπι».
Αυτά έλεγε η κυρα-Χάιδω με θυμό
και εφώναξε τη Χιόνα:
«ψι, ψι, ψι... Χιόνα, έλα!
Χιόνα, ένα πον̂τίκι! Ένα πον̂τίκι!»

Το πον̂τίκι εγύριζε ανήσυχο μέσα σε μια φάκα.
Ετέν̂τωνε τα αφτιά του.
Εκοίταζε να κόψει το σύρμα, μα δεν ημ̂πορούσε·
αυτού που εμπήκε, δε θα μπορέσει πια να φύγει.
«Νίαου! νιάου!», έρχεται η Φιόνα...

ΠΑΙΖΟΜΕ ΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟ ΛΥΚΟ;

Όλα τα παιδιά έχουν διיάλειμμα.
– «Τζανή, Τζανή! Παίζομε τον κουτσό λύκο;...», εφώναξεν ο Ρήγας.
– «Παίζω, Ρήγα. Κάμε εσύ τον κουτσό λύκο και εγώ θα κάμω τον τσοπάνη», απάν̂τησεν ο Τζανής.
– «Παίζομε και εμείς, παίζομε και εμείς!», φωνάζουν τότε και άλλα παιδιά.
Και αρχίζουν το κυνηγητό.
Ο Ρήγας πηδά κούτσα-κούτσα, εδώ και εκεί!
Τα άλλα παιδιά είναι οι τσοπάνηδες.
Πάνε πίσω από το Ρήγα και κουτσαίνουν.
Τον κυνηγούν, μα δεν μπορούν να τον τσακώσουν.
Όλο ξεφεύγει.
Κοιτάτε τον!... Σαν κατσίκι πηδά.

Ο ΓΕΡΟ-ΒΑΓ̖ΓΕΛΗΣ, Ο ΤΣΑΓ̖ΚΑΡΗΣ

– «Παππούλη! Είπεν ο πατέρας να μου μπαλώσεις τα παπούτσια»,
εφώναξεν ο Ρήγας και εχαιρέτησε το γερο-τσαγ̂κάρη, το Βαγ̂γέλη.
Ο Βαγ̂γέλης όμως δεν ακούει.
Κον̂τά σ’ ένα χαμηλό πάγ̂κο δουλεύει ακόμη.
Ο γερο-τσαγ̂κάρης πότε ράβει και πότε καρφώνει.
Ράβει και τεν̂τώνει τους αγ̂κώνες, σα να μαλώνει.
Καρφώνει, και σ’ όλο το τσαγ̂κάρικο ακούγεται: τακ, τακ! Τοκ, τοκ!
– «Ε, κυρ-Βαγ̂γέλη! Δεν ακούς; Εχάλασαν πάλι τα παπούτσια μου!»,
εφώναξε πιο δυνατά ο Ρήγας.
– «Εσύ είσαι, Ρήγα, και δε σε εκατάλαβα; Εχάλασαν πάλι τα παπούτσια! Εγώ την Τετάρτη τα έραψα. Τι είναι αυτά;», είπε ο γερο-Βαγ̂γέλης, ο τσαγ̂κάρης.
– «Παίζω τον κουτσό, κυρ-Βαγ̂γέλη, με τον Τζανή, τον εγ̂γονό σου!», του απαν̂τά ο Ρήγας.
Εχαμογέλασε ο γερο-τσαγ̂κάρης και είπε: «Παιδιά μου, γεια να ‘χετε, και να παίζετε πάν̂τα τον κουτσό! Εδώ είναι ο γερο-Βαγ̂γέλης, ο τσαγ̂κάρης».

ΠΑΙΖΟΜΕ ΤΙΣ ΔΑΣΚΑΛΕΣ;

– «Κορίτσια, κορίτσια!... Παίζομε τις δασκάλες;», εφώναξεν η Ρήνα.
– «Παίζομε, παίζομε!», απάν̂τησαν η Βαγ̂γελίτσα, η Φανή και άλλα κορίτσια.
– «Καθήστε εδώ σε αυτό τον πάγ̂κο», είπεν η Ρήνα.
«Εσείς θα είστε τα παιδιά και εγώ η δασκάλα σας».
Τα κορίτσια εκάθισαν αμέσως.
Φωνάζουν και περιμένουν τη δασκάλα να αρχίσει το μάθημα.
Εφόρεσεν η Ρήνα στη μύτη τα γυαλιά της γιαγιάς.
Επήρε στο χέρι μια μεγάλη ρίγα και εστάθηκε κον̂τά στο παράθυρο.
Όλα τα κορίτσια εσώπασαν και την εκοίταζαν στα μάτια.
Και η δασκάλα των άρχισε να λέγει μίαν ωραία ιστορία.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΡΕΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ

Βιαστικά περνούσε από κει μια κότα. Είδε το γάιδαρο να βρέχεται και του είπε:
«Βρέχεσαι, καημένε! Φύγε, έμπα μέσα! Θα χαλάσεις τη φορεσιά σου».
– «Καλύτερα βρεμένος, παρά φορτωμένος...», απαν̂τά ο Ψαρής. Και συλλογίζεται το βαρύ φόρτωμα και τη μαγ̂κούρα του γερο-Κανέλη.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ

Η Ρήνα τα γύριζε συχνά με την τσιμ̂πίδα για να μην καπνίσουν. Κι ο Ρήγας περίμενε να ψηθούν.
Τσακ!... Έσκασε ένα κάστανο και πήδησε ψηλά. Η Βάσω άκουσε τον κρότο και ξύπνησε.
– «Το δικό μου είναι αυτό», είπε. Άπλωσε το χέρι και γύρευε να το πάρει.
– «Όχι, αυτό είναι του Ρήγα!», είπε η γιαγιά.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΦΤΙΑΝΟΥΝ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟ

Οχτώ παιδιά παίζουν στο σπίτι του Ρήγα.
Κάτι φτιάνουν. Πηγαίνουν κι έρχον̂ται.
Βγαίνουν και μπαίνουν. Ούτε στιγμή δεν κάθον̂ται.
Τα βλέπετε στη μέση της αυλής; Πόσο χιόνι μάζεψαν!...
Φτιάνουν πρώτα-πρώτα ένα κορμί.
Ύστερα φτιάνουν ένα κεφάλι· και χέρια και πόδια.
Του βάζουν στο στόμα ένα τσιμπούκι για να καπνίζει.
Ύστερα του δίνουν στο χέρι κι ένα μακρύ ραβδί.
«Θα ξυλίζει τ’ άταχτα παιδιά», λέει η Βαγ̂γελίτσα.
«Έτσι γδυτός, θα κρυώνει!», λέει η Ρήνα· και στη στιγμή του ρίχνει στη ράχη ένα πανωφόρι.
Τώρα πια δεν κρυώνει ο χιονάνθρωπος.
Ο Βελής όμως δεν τον αφήνει ήσυχο. Τον κοιτάζει από μακριά, τον γαβγίζει και γυρεύει να τον δαγ̂κάσει.
Ο χιονάνθρωπος όμως δε φοβάται τίποτα.

Ο ΡΗΓΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Ξαφνικά φύσηξε δυνατός αέρας.
Ύστερα άστραψε ο συννεφιασμένος ουρανός και μπουμπούνισε.
Τι μπόρα ήταν εκείνη!... Πρώτη φορά είδαν να πέφτει τόσο νερό.
Η θάλασσα θύμωνε και φούσκωνε· η βάρκα πήγαινε εδώ και κει.
Ζαλισμένος ο Ρήγας, δεν ξέρει τι να κάμει.
Μα να! Τους βλέπει ο Σγουρός, ο ψαράς.
Πηδά σε μια βάρκα και πηγαίνει κον̂τά τους.
Σε λίγο τους βγάζει στην ακρογιαλιά.
Όλοι τους είναι μουσκεμένοι.
«Ε, καπετάνιε!», λέει ο Σγουρός στο Ρήγα. «Δε φτάνει μονάχα η βάρκα· χρειάζεται και καραβοκύρης».

ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH

Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

             
             o    η άτονη φώνηση του φθόγ̂γου. 

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - Β' ΜΕΡΟΣ



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ

ΤΗΣ Α' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ [ΕΚΔΟΣΗ 1965]



* Σε όλες τις περιπτώσεις προφέρεται το ευ̂φωνικό [μ] (τούμ̂πα - Τούμ̂πα)
 εκτός από αυτήν 
του μουσικού οργάνου (< ιταλ. tuba).
* σαν + καŋdήλι [καν̂τήλι] → σαŋαŋdήλι
(με διττή συνήχηση του μαλακοϋπερωικού [ν])
Το δίψηφο σύμφωνο προφέρεται πάν̂τοτε ατόφια στην αρχή της λέξης·
ποτέ όμως κατά τη συ
μ̂προφορά:
γκιόνης [g], αλλά τον + γκιόνη 
 τοŋgιόνη
* Το τελικό [ν] δεν απαλείφεται ποτέ, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει
από συγ̂κ
οπτόμενο σύμφωνο, παρά μόνο ποιητική αδεία.
Επομένως: την + ντύνει 
→ τηŋdύνει
(με τροπή του φατνιακού [ν] σε μαλακοϋπερωικό)

* Ο χρονικός σύνδεσμος «όταν», αναλόγως σε ποια λέξη δίνεται
το βάρος του τονισμού, 
άλλοτε συμ̂προφέρεται και άλλοτε όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση η έμφαση δίνεται στο ρήμα (περνούν). 
* τις + λαɱbάδες [λαμ̂πάδες]  τιλαɱbάδες
* διά [διיά] και όχι δια [δγια]. Άρα: διיάφορα (ό,τι και με τις υπόλοιπες
λόγιες λέξεις) και όχι δγιάφορα
** Όταν η δίφθο
γ̂γος συνιζάνεται, τότε μεταξύ του [μ] και αυτής συνηχείται
απαλά το [ν] (π.χ.: μί-α, αλλά μνια). Επομένως: ζήσεις + μνια → ζήσειμνια

* τον + κάɱbο [κάμ̂πο]  τοŋάɱbο
(ελαφρά συνήχηση των [ν] και [μ])
* τον +  κόσμο  τον + κόμο → τοŋόμο


Παραθέτω τα παραπάνω κείμενα αποδομένα με βάση την εισήγησή μου για το γραπτό λόγο, προκειμένου να μάθουν οι επόμενες γενιές να προφέρουν σωστά τη γλώσσα μας (!)

ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ

Ο Μίμης λύνει τα μάτια, κάνει μια τούμ̂πα και λέει γρήγορα:
– Παίρνω το μπαστούνι και σας κυνηγώ...

ΝΤΙΝ-ΝΤΑΝ, Η ΚΑΜ̖ΠΑΝΑ

Τα παιδιά σηκώνον̂ται κι ετοιμάζον̂ται.
Ντύνον̂ται με χαρά.
Θα πάνε στην εκκλησία.

ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ

Κοιτάτε το τζάκι.
Λάμ̂πει από τη φωτιά.
Κοιτάτε και τα παιδιά.
Είναι κον̂τά στο τζάκι.

ΤΟ ΦΕΓ̖ΓΑΡΙ

«Φεγ̂γαράκι φωτεινό
φέγ̂γει από τον ουρανό.
Σαν καν̂τήλι κάθε βράδυ
φέγ̂γει μέσα στο σκοτάδι».

Ο ΓΚΙΟΝΗΣ

– Γκιον, γκιον!
φωνάζει ο γκιόνης.
Ο γκιόνης είναι πουλί.
Είναι νυχτοπούλι.
Πετά στα δέν̂τρα.
Βλέπει το φεγ̂γάρι και φωνάζει:
– Γκιον, γκιον!

Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ

Η Έλλη δεν πηγαίνει σχολείο.
Είναι, βλέπετε, μικρή ακόμη.
Μόλις έχει κλείσει τα πέν̂τε.
Κάθεται σπίτι μαζί με τη Λόλα.
Πότε παίζει με την αδερφή της
και πότε με την κούκλα της.
Την ντύνει και τη στολίζει.
Όταν τη βάζει να κοιμηθεί
τη νανουρίζει και λέει:

«Νάνι, νάνι το κουκλί μου
νάνι, νάνι το μωρό μου
νάνι, νάνι το παιδί μου
νάνι, νάνι το χρυσό μου.

Έλα ύπνε αγ̂κάλιασέ το
έλα παρ το αγάλι-αγάλι
κι ελαφρά να το κοιμήσεις
στη ζεστή σου την αγ̂κάλη.

Κοιμήσου και παράγ̂γειλα
στην Πόλη τα προικιά σου.
Στα Γιάννενα τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Να και η εκκλησία, που λέγεται Άγιיος Ιωάννης.
Έχει μεγάλη καμ̂πάνα, που ακούγεται παν̂τού.
Τα παιδιά κάνουν το σταυρό τους, όταν περνούν από την εκκλησία.
Κοιτάζουν μήπως ιδούν τον παπά, για να του φιλήσουν το χέρι.
Όλα τα παιδιά του σχολείου γνωρίζουν τον παπα-Ηλία.
Κι ο παπα-Ηλίας γνωρίζει όλα τα παιδιά του σχολείου.

Η ΛΑΜ̖ΠΡΗ

Ντιν-νταν, ντιν-νταν!
χτυπά τα μεσάνυχτα η καμ̂πάνα.
Δείτε την οικογένεια.
Πηγαίνει νύχτα στην εκκλησία.
Εμ̂πρός πηγαίνουν τα παιδιά.
Πίσω πηγαίνουν οι γονείς τους.
Όλοι κρατούν τις λαμ̂πάδες τους.
Όλοι φορούν τα καλά τους.
Ντιν-νταν, ντιν-νταν!
χτυπά χαρωπά η καμ̂πάνα.
Η φωνή της ακούγεται καθαρά.
Είναι σα να τους λέει:

– Ελάτε απόψε στην εκκλησία.
Είναι η νύχτα της Λαμ̂πρής.
Απόψε θ αναστηθεί ο Χριστός μας.
Ελάτε όλοι να εορτάσομε...

Μπαίνουν μέσα στην εκκλησία.
Εκεί όλα είναι ωραία.
Τα καν̂τήλια και οι λαμ̂πάδες καίνε
και σκορπούν γύρω φως.
Όλα είναι χαρούμενα απόψε
γιατί ο Χριστός θα αναστηθεί.
Χαρούμενα είναι και τα παιδιά.
Χαρούμενοι είναι και οι γονείς τους.

ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ

Στο τέλος η Άννα έπιασε μία.
Ήταν μια μικρή πεταλούδα.
Τα φτερά της ήσαν ωραία.
Είχαν διיάφορα χρώματα.
Η Άννα την κρατούσε απαλά
και της τραγουδούσε:

«Έλα πεταλουδίτσα μου
στάσου να σε τσακώσω·
δε θα σου τσαλακώσω
καθόλου τα φτερά.
Θα σε ταΐζω ζάχαρη
θα σου χω για σπιτάκι
μεταξωτό κουτάκι·
θα ζήσεις μια χαρά...»

Η πεταλούδα όμως ήθελε να φύγει
κι αν είχε φωνή θα έλεγε:

«Για τη δική σου ζάχαρη
καθόλου δε με μέλει.
Των λουλουδιών το μέλι
μ αρέσει πιο πολύ.
Έχω τον κάμ̂πο τον πλατύ
τη χλόη τη δροσάτη
βασιλικό παλάτι,
κοπέλα μου καλή».

Η Άννα αγαπούσε την πεταλούδα
και γι’ αυτό την άφησε να φύγει.   

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ

Το πρωί σηκώνεται ο Μίμης
ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει τον ήλιο.
Ο ήλιος βγαίνει σιγά-σιγά.
Βγαίνει από το αν̂τικρινό βουνό.
Οι ακτίνες του είναι χρυσές και φωτίζουν όλο τον κόσμο.
Φωτίζουν τα σπίτια, τα δέν̂τρα.
Φωτίζουν τα βουνά, τα χωράφια.

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ

Κάθε βράδυ ο ήλιος πηγαίνει να κρυφτεί πίσω από το βουνό.
Βασιλεύει πέρα στη Δύση και σιγά-σιγά έρχεται η νύχτα.
Τα πουλιά πετούν στη φωλιά τους.
Κουράστηκαν όλη τη μέρα και θέλουν να ησυχάσουν.
Τα παιδιά μαζεύον̂ται στο σπίτι τους.
Σε λίγο έρχεται και ο πατέρας.
Κάθον̂ται όλοι και τρώνε.
Έπειτα από το βραδινό φαγητό, τα παιδιά κοιμούν̂ται ήσυχα.

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ

Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή, είδαν και μια βρυσούλα.
Το νερό της έτρεχε τραγουδών̂τας και έκανε ένα μικρό ποταμάκι.
Όταν έφτασαν στην κορυφή, όλα τους φάνηκαν ωραία.
Από ψηλά είδαν τη θάλασσα και το μεγάλο κάμ̂πο.
Είδαν τα σπίτια του χωριού, που έμοιαζαν με άσπρα προβατάκια.
Όταν γύρισαν στο σπίτι τους, ήταν πια μεσημέρι.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο.
Το είχε ετοιμάσει η θεία.
Έφαγαν με πολλή όρεξη.

ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

                 o   η άτονη φώνηση του φθόγ̂γου.



Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
ΚαθΑγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής