Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΣΗΜΑN̖TΙΚΗ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΣΤΟ ΔΙ’ΕΘΝΕΣ ΦΩΝΗΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ (ΔΦΑ) ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΡΙΝΩΝ ΔΙΨΗΦΩΝ ΣΥΜΦΩΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ







ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ


Μία σημαν̖τική παράλειψη στο Διיεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (ΔΦΑ) -που οφείλεται είτε σε άγνοια, είτε σε λάθος εκτίμηση- με συνέπεια η εσφαλμένη απόδοση να μεταγράφεται και να αναπαράγεται στη φωνητική ανάλυση της Κοινής Νεοελληνικής, αφορά σε αυτήν των ευ̖φωνικών συνηχήσεων του [ν] ή (και) του [μ], πριν από τα δίψηφα -μπ, -ντ, -τζ, -τσ, όπως και στην απόδοση των λατινικών -mp και -nt για κάποιες δάνειες λέξεις στη γλώσσα μας.


π.χ.: στις λέξεις mambo ή veranda, μπορεί τα [m], [n] στην αγ̖γλική να προφέρον̖ται ακριβώς όπως γράφον̖ται· να είναι δηλ. έρρινοι, διχειλικοί και φατνιακοί φθόγ̖γοι αν̖τίστοιχα.

Όταν όμως κάνουμε χρήση αυτών των λέξεων στη γλώσσα μας, ή πρέπει να αποδώσουμε τις ευ̖φωνικές συνηχήσεις σε αν̖τίστοιχες λέξεις της Ελληνικής, στην περίπτωση του δίψηφου -μπ, πριν από το [μ] ακούγεται ελαφρώς το άγμα [ŋ]. 
Έχουμε δηλ. διττή παρήχηση [ŋm], με εν̖τονότερη αυτή του [μ], λόγω της προωθημένης του θέσης-γειτνίασης με το [μπ], ενώ σε αυτήν του [nd], το φατνιακό [ν] τρέπεται σε μαλακοϋπερωικό, δηλ. πάλι σε άγμα [ŋ]. 
Και ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι για να αποφευχθεί ο υπερτονισμός των [μ], [ν] κατά τη συνεκφώνησή τους με τα δίψηφα σύμφωνα, ήτοι για λόγους ευ̖φωνίας (αρμονική συνήχηση φθόγ̖γων).

Δε λέμε δηλ. [μάmbo] ή [βεράndα], όπως οι Άγ̖γλοι,
αλλά [μάŋmbο], [βεράŋdα] (το [ŋ] με το πίσω τμήμα της γλώσσας).

Ομοίως και στην απόδοση των λατινικών -mp, -nt:
Δε λέμε  [κοmpιούτερ] ή [ντοκουμέntο]
αλλά  [κοŋmpιούτερ], [ντοκουμέŋtο]

Η διττή αυτή παρήχηση [ŋm], που ακούσια όλοι προφέρουμε (π.χ.: αν δοκιμάσουμε να εκφέρουμε αργά τον ήχο «οομμμ», θα διיαπιστώσουμε ότι μεταξύ του φωνήεν̖τος και του συμφώνου παρεμβάλλεται ισχνά ο ήχος του [ŋ]), αφορά στον ίδιο ήχο με αυτόν που στο ΔΦΑ ονομάζεται έρρινο χειλοδον̖τικό [μ] και δηλώνεται με το [ɱ], ακριβώς λόγω της επίδρασης του [ŋ] στον ήχο του [μ]
Γι' αυτό συμβολίζεται αναλόγως.

Πρόκειται για αλλόφωνο του [μ], που απαν̖τά επίσης πριν από τα χειλοδον̖τικά [β], [φ], ή το διχειλικό [ψ].

π.χ. ενώ γράφουμε: εμβαδόν, άμφια, έμψυχο, παμφάγος, παμψηφεί, σύμβολο, συμφωνία, συμψηφίζω κ.λπ.  
λέμε: εŋmβαδόν (αλλιώς εɱβαδόν), άŋmφια (αλλιώς άɱφια), έŋmψυχο (αλλιώς έɱψυχο) κ.ο.κ.

Ειδικά η κοινή αποδοχή ότι στο σύμ̖πλεγμα -μψ προφέρεται το [ɱ] και όχι το [μ], επιβεβαιώνει, με τον πλέον περίτρανο τρόπο, την ύπαρξη του ίδιου ήχου [ɱ] και στην περίπτωση του δίψηφου -μπ.

π.χ.: στη λέξη αμπέλι, το [μδεν είναι ατόφιος ήχος (αmbέλι), όπως ατυχώς αναφέρεται στο ΔΦΑ, αλλά διττός-σύνθετος [ŋ+μ], δηλ. [ɱ] (αŋmbέλι ή αɱbέλι).
Διיαφορετικά θα έπρεπε να πούμε και [έmψυχο], αν̖τί του ορθού [έɱψυχο], που όλοι μας λέμε.
Εξάλλου, όπου: ψ (διπλό σύμφωνο) = π+σ, δηλ. στον ήχο του ενυπάρχει το [π], που είναι η άηχη απόδοση του [μπ].
Και ό,τι ισχύει για έναν άηχο φθόγ̖γο ισχύει και για το φωνητικό του ζεύγος, δηλ. για τον αν̖τίστοιχο ηχηρό.

π.χ. στη συνεκφώνηση του τελικού [ν] κάποιων λέξεων, με το αρχικό [ψ] της επόμενης λέξης:
τον ψαρά (= τον πσαρά τοŋmb̥+σαρά τοŋmb̥z̥αρά ή τοɱb̥z̥αρά)

Ομοίως, για τους προαναφερθέν̖τες λόγους, στα συμφωνικά συμ̖πλέγματα -ντζ [όπου: τζ (διπλό σύμφωνο) = ντ+ζ] και -ντσ, δεν προφέρουμε το φατνιακό [ν], όπως αναφέρεται στο ΔΦΑ, αλλά το μαλακοϋπερωικό [ŋ].

π.χ.: λέμε [νεράŋτζι], [ίŋτσα] και όχι [νεράντζι], 
ντσα] (όπως δηλ. γράφον̖ται οι λέξεις).

Οι παραπάνω επισημάνσεις δε γίνον̖ται απλώς για την ορθότητα της προφοράς, αλλά γιατί οδηγούν σε εσφαλμένες αποδόσεις φθόγ̖γων (υπερτονισμούς-αλλοιώσεις), που δεν υφίσταν̖ται στην Κοινή Νεοελληνική.
Κι αυτό γιατί οι ήχοι τουλάχιστον κάθε εξελιγμένης γλώσσας -πόσο μάλλον της Ελληνικής- δεν είναι διיόλου τυχαίοι. Είναι απολύτως ακριβείς και σχετίζον̖ται μεταξύ τους, ώστε να υπάρχει πλήρης συμφωνίαδηλ. αρμονικό συν̖ταίριασμα κατά την εκφορά τους.

Προφέρον̖τας κανείς, στην περίπτωση των [τσ], [τζ], το φατνιακό αν̖τί για το μαλακοϋπερωικό [ν], είναι πιο επιρρεπής στο να αποδώσει ένα παχύ τσ () ή τζ (), αφού η άκρη της γλώσσας τείνει να παραμείνει στο άνω φατνιακό τόξο, αν̖τί να κατέβει.


 
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:

Όπου:   `   τα ευ̖φωνικά [ŋ] και [ɱ] πριν από τα δίψηφα 

                  σύμφωνα.

             י    η προφορά των διφθόγ̖γων χωριστά.

             o   η άτονη φώνηση του [ζ] και του δίψηφου            

                  συμφώνου.


Άρης Βαφιάς - MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής