Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΡΜΑΙΟ, ΛΟΓΩ ΑΠΑΘΕΙΑΣ Ή ΑΜΑΘΕΙΑΣ




Λέμε ότι η γλώσσα είναι ζων̖τανός οργανισμός. Δηλ. πλάθεται, αλλάζει, εξελίσσεται μαζί με τον άνθρωπο· προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή και γι' αυτό πρέπει να αφήνεται ελεύθερη σε αυτή τη φυσική της πορεία, τη φυσική της εξέλιξη και διͅαμόρφωση.
Τηρούν̖ται όμως πάν̖τοτε οι βασικές προϋποθέσεις γι' αυτό; Υπάρχει δηλ. η απαραίτητη γνώση και τα σωστά κριτήρια, που αποτελούν εχέγ̖γυο για μία ομαλή μετάβαση και ορθή πορεία; Ή μπορεί κάποτε να γίνεται με τρόπο ελλιπή και παράδοξο, συνεπώς εσφαλμένο; Και εάν όν̖τως ισχύει αυτό, τι κάνουμε; Την αφήνουμε στη μοίρα της και σε έναν στρεβλό δρόμο «εξέλιξης»;
Γιατί όταν γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει και συγχρόνως μπορούμε αλλά δεν κάνουμε τίποτα, τότε δεν αναφερόμαστε σε φυσική συνέχεια της γλωσσικής μας παράδοσης, δηλ. στη φυσική της εξέλιξη, αλλά σε εγ̖κατάλειψη· σε ανοχή και απάθεια στην αλλοίωσή της, με συνέπεια την εκούσια παραμόρφωσή της.
Σε μία τέτοια περίπτωση, δε δικαιούμαστε καν να μιλάμε για εξέλιξη· μιλάμε για μετάλλαξη και μάλιστα διͅόλου φυσική.
Προφανώς και αναφέρομαι στο στραγ̖γαλισμό της Προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας και γι' αυτό θέτω επιτόπου τους παρακάτω έ
ν̖τονους προβληματισμούς: 
Υπάρχει Πρότυπη Προφορά της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας για την εκφορά των δίψηφων συμφώνων, ήδη από την Ελληνιστική Περίοδο
;
Διδάσκεται ο κανόνας τους σήμερα στα Σχολεία;
Έχουν οι Δάσκαλοι την ανάλογη γνώση; Προφέρουν σωστά;
Μαθαίνουν τα παιδιά λάθος; Δηλ. ότι γ+γ/κ=γκ, μ+π=μπ, ν+τ=ντ, ενώ αυτό ισχύει κατά βάση για τις λέξεις που αρχίζουν με ένα από τα παραπάνω δίψηφα σύμφωνα και πως όταν αυτά βρίσκον̖ται στο μέσον των λέξεων, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρέπει να προφέρον̖ται έρρινα [γ+γ/κ=γ̖γ/γ̖κ (νγγ/νγκ), μ+π=μ̖π (μμπ), ν+τ=ν̖τ (νντ)]; 
Αν̖τί να μαθαίνουμε τον κανόνα, παίρνουμε την εξαίρεση και την κάνουμε κανόνα;
Αμφιταλαν̖τευόμαστε εάν η προφορά της Κοινής Νεοελληνικής πρέπει να είναι έρρινη ή άρρινη;
Έχουμε υπόψη μας το πλήθος των λέξεων στις οποίες προφέρον̖ται οι ευ̖φωνικές συνηχήσεις -χωρίς να περιλαμβάνω τις καταλήξεις των ρηματικών τύπων- σε σχέση με αυτές που τα δίψηφα σύμφωνα προφέρον̖ται ατόφια; 
Ανατρέξτε σε ένα καλό λεξικό και θα αν̖τιληφθείτε τον αριθμό.
Γίνεται ο απαραίτητος συσχετισμός του παραπάνω κανόνα με αυτόν του τελικού -ν για τις συνεκφορές των λέξεων;
Γίνεται η αναγωγή σε λέξεις με πρώτο συνθετικό τα «εν», «συν», «παν», «πάλιν» 
και δεύτερο συνθετικό λέξεις που αρχίζουν από [γ], [κ], [π] ή [τ];
Για να μην αναφερθώ στην εσφαλμένη προφορά των δίψηφων συμφώνων, σε ξένες λέξεις (κλιτές και μη) που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας.
Επισημαίνεται σε ποιες περιπτώσεις έχουμε συνίζηση, δηλ. οι δίφθογ̖γοι συνεκφέρον̖ται, και σε ποιες προφέρον̖ται χωριστά και γιατί;
Υπάρχουν γράμματα, ή χρησιμοποιούν̖ται έστω σύμβολα, που θα μπορούσαν να αποσαφηνίσουν την προφορά;
Από τη στιγμή που στο γραπτό λόγο γίνεται χρήση των ίδιων γραμμάτων, τόσο για τα έρρινα όσα και για τα άρρινα συμ̖πλέγματα, δεν οφείλουμε να είμαστε πιο ευαισθητοποιημένοι, πιο σαφείς, πιο μεθοδικοί και πιο αναλυτικοί στην εκμάθησή τους, ώστε να μην προκληθεί σύγχυση;
Πώς είναι δυνατόν να τα ξεχωρίσει το παιδί, όταν δεν τα έχει καν διδαχθεί.
Πώς να μην καταν̖τήσει λοιπόν σήμερα, άρρινη η προφορά της Κοινής Νεοελληνικής;
Επηρεάζουν οι κατά τόπους άρρινες διͅάλεκτοι την προφορά της Κοινής Νεοελληνικής, με συνέπεια τα δίψηφα σύμφωνα να προφέρον̖τ
αι ατόφια; Μα και σ' αυτές τις περιοχές η ίδια γραμματική δε διδάσκεται; 
Κάνουμε τίποτε για όλα αυτά;   
Όχι. Αν̖τ' αυτού, απλώς επισημαίνουμε ότι οι νέοι και οι λιγότερο μορφωμένοι έχουν άρρινη προφορά, ενώ οι μεγαλύτεροι και οι πιο μορφωμένοι, έρρινη.
Κι όμως, γνωρίζω πάρα πολλούς μορφωμένους που προφέρουν τη γλώσσα μας άρρινα.  
Αναρωτηθήκαμε αν στις μέρες μας έμαθαν οι νέοι, ή τι έμαθαν στο σχολείο; 

Κρίνεται αυτό φυσική εξέλιξη της προφοράς της γλώσσας μας; Προκύπτει μέσα από έναν ορθό τρόπο εκμάθησης και κατ' επέκταση από τη χρήση της γλώσσας, ώστε να θεωρείται φυσικό επακόλουθο, ή οφείλεται στην πλήρη άγνοια, δηλ. την αμάθεια και το λάθος, που κάποιοι σήμερα έφτασαν στο σημείο να τα βαφτίζουν «φωνολογική πολυμορφία», όπως και τη Γραμματική του Τριαν̖ταφυλλίδη υπερβολικά ρυθμιστική για τη σημερινή χρήση της γλώσσας και για το τι τελικά θεωρείται σωστό και τι λάθος;
Τι θεωρείται σωστό; Η «ιδγιότητα», το «δεμπάω» και το «πέντε»; 
Αυτό αποκαλούμε φυσική εξέλιξη, ή μήπως τελικά αναφερόμαστε σε (φωνολογική) Βαβυλωνία;
Πώς γίνεται άλλωστε να μιλάμε για κοινή, δηλ. για πρότυπη γλώσσα και ταυτόχρονα να αναφερόμαστε σε φωνολογική πολυμορφία;
Ο θυμόσοφος λαός μας, γι' αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμοποιεί μία φράση από ένα παραμύθι, που λέει:
«Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».
Και βέβαια, δε θέλω καν να διͅανοηθώ πώς θα ήταν σήμερα η Προφορά της γλώσσας μας, εάν η Γραμματική του δεν ήταν «τόσο ρυθμιστική». Μακάρι να είχαν συμ̖περιληφθεί πολύ περισσότερα στην Αναπροσαρμογή της, από τα τόσο σημαν̖τικά που ανέφερε στο πόνημά του. Θα προφέραμε ακόμη καλύτερα τώρα τη γλώσσα μας. 
Αυτός ο λαός κατάφερε να επιβιώσει μέσα από πολλές και μεγάλες δοκιμασίες και όχι μόνο να διͅασώσει τη γλώσσα του, δηλ. την ταυτότητα και την ύπαρξή του, αλλά μέσω αυτής να φωτίσει όλο τον κόσμο. Μία γλώσσα με αδιͅάλειπτη παρουσία, άρα ζώσα, με τεράστια ιστορία, που μεταφέρει μία πολιτιστική κληρονομιά περίπου τριών, για να μην πω τεσσάρων χιλιάδων χρόνων, αν συνυπολογίσουμε και την Ομηρική Εποχή· και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την προφορά της; 
Αναφερόμαστε πολύ συχνά στην ιστορική της ορθογραφία. 
Ιστορική προφορά, μετά από τόσους αιώνες αναλλοίωτης προφοράς, τουλάχιστον όσον αφορά τα δίψηφα σύμφωνα, το τελικό και τις διφθόγ̖γους, δεν υπάρχει;

Ορίστε, τη βλέπετε μπροστά σας: αυτή είναι.
Η Κοινή Νεοελληνική χαρακτηρίζεται για το δυναμικό τονισμό και όχι το μελωδικό, όπως δηλ. συνέβαινε στην Αρχαία. Ωστόσο κανείς δεν αμφισβητεί την έν̖τονη μουσικότητα της σύγχρονης γλώσσας μας, αφού άλλο
 πράγμα είναι ο δυναμικός τονισμός και άλλο ο τραχύς και κακόφωνος. 
Ο τόνος και η απόστροφος είναι απαραίτητα διͅακριτικά σημεία στο γραπτό λόγο;
Χρησιμοποιούν̖ται χωρίς να επηρεάζουν την ιστορική ορθογραφία της γλώσσας μας; 
Έχουν φωνητική αξία; 
Καταδεικνύουν στοιχεία της φωνολογίας της Κοινής Νεοελληνικής; 
Τότε γιατί δεν αξιͅοποιούμε πλήρως τη χρήση τους, προκειμένου να αποφευχθούν η σύγχυση και τα λάθη στην προφορά;

Είμαστε υπεύθυνοι για τη γλώσσα που θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές, συνεπώς και για την προφορά της.
Γιατί όσο ο Έλληνας βλέπει γγ/γκ - μπ - ντ, [γκ], [μπ], [ντ] θα προφέρει. Πόσο μάλλον, όταν στο σχολείο, αν̖τί να διδάσκεται την Προφορά της Κοινής Νεοελληνικής, μαθαίνει ότι: γ+γ και γ+κ=γκ, μ+π=μπ και ν+τ=ντ.


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Σύνοψη του Τονικού Συστήματος Αποσαφήνισης της Προφοράς