Στη μνήμη των αδικοχαμένων συνανθρώπων μας, στην πλειοψηφία τους στο λυκαυγές της ζωής τους και με ανεκπλήρωτα όνειρα, οι οποίοι είχαν φρικτό και αδόκητο τέλος, λόγω της χρόνιας εγ̂κληματικής αμέλειας από μέρους της Πολιτείας
Μες στο κοιμητήρι
αχ,
μικρή βροχή
κάνε
να μη σβήσει
τούτο
το κερί
Κι
ούτε ένα λουλούδι
να μη
μαραθεί
δεν
τον [→ δεν̂τον]
σκοτώσαν
έχει
κοιμηθεί
Κι
εσύ, αγέρα,
πάψε
πια να κλαις
δεν
έχει φύγει
ψέματα
μου λες
Μην
κοιτάς [→ μηγ̂κοιτάς] το στήθος
που ’χει
ματωθεί
δεν
τον [→ δεν̂τον] σκοτώσαν
έχει
κοιμηθεί
Ζεστό
σαν το [→ σαν̂το] ψωμί
καθάριο
σαν νερό
ένα
παλληκάρι
είκοσι
χρονών
Ούτε
που τ’ αφήσαν
ν’
απολογηθεί
δεν
τον [→ δεν̂τον] σκοτώσαν
έχει
κοιμηθεί
Μαύρο
κοιμητήρι
πώς
και να γενείς
κάμ̂πος της ελπίδας
και
της προσμονής
Ο αρχάγ̂γελός μου
έχει
πια χαθεί
μου
τον σκοτώσαν
δε θα ξαναρθεί (δις)
Έφυγες νωρίς
ούτε που πρόλαβα ν’ αρχίσω
Έφυγες νωρίς
μα είχα κι άλλα να σου πω
λόγια μυστικά
την άλλη όψη σου ν’ αγ̂γίξω
λόγια μαγικά
από έναν κόσμο [→ έναγ̂κόz̥μο] μου κρυφό
Έφυγες νωρίς
κομματιασμένες υποσχέσεις
Έφυγες νωρίς
χειρονομίες βιαστικές
Έκλεισες σιγά
την πόρτα [→ τημ̂πόρτα] μήπως με πονέσεις
Βρήκες, τελικά,
δυο τρεις κουβέν̂τες τυπικές
Ποιος φωνάζει
ποιος πληγώνει τη σιיωπή
τι να
θέλει να μου πει; (δις)
Έφυγες νωρίς
και όλα μείνανε στη μέση
Ό,τι και να πω
ακροβασία στο κενό
Τόση μοναξιά
σε ποιο αστείο να χωρέσει
τίποτα δε ζω
που να μη φαίνεται φθηνό
Ποιος φωνάζει
ποιος πληγώνει τη σιיωπή
τι να
θέλει να μου πει; (δις)
Για πού το ‘βαλες, καρδιά μου,
μ’
ανοιχτά πανιά
για
ποια πέλαγα ουράνια*
άστρα
μαγικά;
Για
πού το ‘βαλες, καρδιά μου,
μ’
ανοιχτά πανιά;
Για ποια μακρινή πατρίδα
έρμη
ξενιτιά;
Θάλασσα,
ουρανός μ’ αστέρια,
πουθενά
στεριά
Για
πού το ‘βαλες, καρδιά μου,
μ’
ανοιχτά πανιά;
Ποια αγάπη, ποιο λιμάνι,
ποια
παρηγοριά;
Θα ‘χεις
αγ̂καλιά το κύμα
χάδι
το νοτιά.
Για
πού το ‘βαλες, καρδιά μου,
μ’
ανοιχτά πανιά;
*ουράνια αν̂τί του ορθού ουράνιיα, δηλαδή με συνίζηση της διφθόγ̂γου, ώστε να σχηματίζεται ρίμα.
Ο ουρανός ανάβει τα φώτα
τίποτα
πια δε θα ’ναι όπως πρώτα
Ξημέρωσε
πάλι
Ξυπνάω στο φως, τα μάτια ανοίγω
Για
λίγο νεκρός, χαμένος για λίγο
Ξημέρωσε
πάλι
Κι έχεις χαθεί, μαζί με τον ύπνο
μαζί
με του ονείρου, τον πολύχρωμο [→ τομ̂πολύχρωμο]
κύκνο
Μην ξημερώνεις [→ μηγ̂κz̥ημερώνεις], ουρανέ
Άδεια η ψυχή μου, το δωμάτιο άδειο
κι από
το όνειρό μου ακούω καθάριο
το
λυγμό της να λέει:
«Όνειρο
ήτανε, όνειρο ήτανε»
Θα ξαναρθείς, μόλις νυχτώσει
και τ’
όνειρο, πάλι, την αλήθεια θα σώσει
Θα ’μαι
κον̂τά σου
Μόνο εκεί, σε βλέπω καλή μου
Εκεί
ζυγώνεις κι ακουμ̂πάς την ψυχή [→ τημ̂πz̥υχή] μου
με τα
φτερά σου
Μα το πρωί χάνεσαι, φεύγεις
Ανοίγω
τα μάτια κι αμέσως πεθαίνεις
Μην
ξημερώνεις [→ μηγ̂κz̥ημερώνεις],
ουρανέ
Άδεια η ψυχή μου, το δωμάτιο άδειο
κι από
το όνειρό μου ακούω καθάριο
το
λυγμό σου να λέει:
«Όνειρο ήτανε, όνειρο ήτανε»
Κι
έχεις χαθεί, μαζί με τον ύπνο
μαζί
με του ονείρου, τον πολύχρωμο [→ τομ̂πολύχρωμο]
κύκνο
Μην ξημερώνεις [→ μηγ̂κz̥ημερώνεις], ουρανέ
Άδεια
η ψυχή μου, το δωμάτιο άδειο
κι από
το όνειρό μου ακούω καθάριο
το
λυγμό σου να λέει:
«Όνειρο
ήτανε, όνειρο ήτανε»
Φιλοτεχνήθηκε από τον Albert György και απεικονίζει τη θλίψη και το κενό που όλοι αισθανόμαστε, μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου |
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
o η προφορά του άτονου [ζ].
Άρης Βαφιάς