Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΛΕΞΕΩΝ ΣΩΣΤΗΣ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΠΡΟΦΟΡΑΣ




Ας κάνουμε τις φατσούλες να λάμψουν από χαρά!...


φεγγάρι = φεgάρι   
φενγγάρι = φενgάρι ( = υπερτονισμένο [ν], δηλ. φατνιακό)  
φε'γγάρι ( = φενγγάρι) = φεŋgάρι ( = άγμα, δηλ. απαλό,
μαλακοϋπερωικό [ν])  

αγκίστρι = αgίστρι  
ανγκίστρι = ανgίστρι ( = υπερτονισμένο [ν], δηλ. φατνιακό)  
α'γκίστρι ( = ανγκίστρι) = αŋgίστρι ( = άγμα, δηλ. απαλό,
μαλακοϋπερωικό [ν])  

έμπορος = έbορος  
έμ΄πορος = έμ-πορος  
έ'μπορος ( = ένμμπορος) = έŋmbορος (συνηχείται απαλά κυρίως το [μ] και λιγότερο το μαλακοϋπερωικό [ν])  
πέντε = πέdε  
πένντε = πένdε ( = υπερτονισμένο [ν], δηλ. φατνιακό)  

πέν΄τε = πέν-τε  
πέ'ντε ( = πένντε) = πέŋdε ( = άγμα, δηλ. απαλό, μαλακοϋπερωικό [ν])  
δεκοιμάμαι  
δενκοιμάμαι  
δεγκοιμάμαι = δεgοιμάμαι  
δενγκοιμάμαι = δενgοιμάμαι   

δε'γκοιμάμαι ( = δενγκοιμάμαι) = δεŋgοιμάμαι ( = άγμα + απαλό [γκ])  
έναπίνακα  
ένανπίνακα  
έναμπίνακα = έναbίνακα  
ένανμπίνακα = ένανbίνακα  

ένα'μπίνακα ( = ένανμμπίνακα) = έναŋmbίνακα (συνηχού'νται απαλά κυρίως τα [μ], [μπ] και λιγότερο το μαλακοϋπερωικό [ν])  
μητρέχεις  

μην΄τρέχεις = μην-τρέχεις  
μηντρέχεις = μηdρέχεις  
μηνντρέχεις = μηνdρέχεις       

μη'ντρέχεις ( = μηνντρέχεις) = μηŋdρέχεις ( = άγμα + απαλό 
[ντ])  

σαξύλο  
σανξύλο  
σαγκζύλο = σαgzύλο  
σανγκζύλο = σανgzύλο  

σα'γκζύλο ( = σανγκζύλο) = σαŋgzύλο ( = άγμα + απαλό 
[γκζ])  

(σ)τηψάθα  
(σ)τηνψάθα  
(σ)τημπζάθα = (σ)τηbzάθα  
(σ)τηνμπζάθα = (σ)τηνbzάθα  

(σ)τη'μπζάθα [ = (σ)τηνμμπζάθα] = (σ)τηŋmbzάθα (συνηχού'νται απαλά κυρίως τα [μ], [μπζ] και λιγότερο το μαλακοϋπερωικό [ν])  
τσιγκούνης = τσιgoύνης  
τσι'γκούνης ( = τσινγκούνης) = τσιŋgούνης ( = άγμα, δηλ. απαλό, μαλακοϋπερωικό [ν])  
(σ)τοτσι'γκούνη  
(σ)τον΄τσι'γκούνη = (σ)τον-τσι'γκούνη  
(σ)τοτζι'γκούνη = (σ)τοdzι'γκούνη  
(σ)τοντζι'γκούνη = (σ)τονdzι'γκούνη  
(σ)το'τζι'γκούνη [= (σ)τοντζι'γκούνη] = (σ)τοŋdzι'γκούνη ( = άγμα + απαλό [τζ])  



Ας παίξουμε τώρα λίγο με τις λέξεις και τις έννοιές τους:

μη'μπαρκάρεις ( = μηŋmb̥αρκάρεις, δηλ. μη σταθμεύεις)  

μη'μπαρκάρεις ( = μηŋmbαρκάρεις, δηλ. μην επιβιβάζεσαι στο πλοίο)   
τη'μπήρα ( = τηŋmb̥ήρα, δηλ. την απόκτησα, την έφερα, την παρέλαβα κ.λπ.)    ή  τη'μπείρα ( = τηŋmb̥είρα, δηλ. τη γνώση)  
και  τη'μπίρα ( = τηŋmbίρα, δηλ. το ποτό)  
φέρε στο'γκώστα (= στοŋg̊ώστα)     τη'γκαζόζα ( = τηŋgαζόζα)  
δώσε στο'μπέτρο ( = στοŋmb̥έτρο)    τη'μπίρα ( = τηŋmbίρα)  
πάμε με το'ντίνο ( = τοŋdίνο)    στη'ντήνο ( = στηŋd̥ήνο)    
έχασα τη'τζά'ντα ( = τηŋd̥z̥άŋdα)    στη'τζγιά ( = στηŋdzγιά)  
 

* όπου o :  η άτονη φώνηση του [ζ] ή του δίψηφου συμφώνου.            
                      
Άρης Βαφιάς, MA RCSSD