Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ - Β' ΜΕΡΟΣ



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ

ΤΗΣ Α' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ [ΕΚΔΟΣΗ 1965]



* Σε όλες τις περιπτώσεις προφέρεται το ευ̂φωνικό [μ] (τούμ̂πα - Τούμ̂πα)
 εκτός από αυτήν 
του μουσικού οργάνου (< ιταλ. tuba).
* σαν + καŋdήλι [καν̂τήλι] → σαŋαŋdήλι
(με διττή συνήχηση του μαλακοϋπερωικού [ν])
Το δίψηφο σύμφωνο προφέρεται πάν̂τοτε ατόφια στην αρχή της λέξης·
ποτέ όμως κατά τη συ
μ̂προφορά:
γκιόνης [g], αλλά τον + γκιόνη 
 τοŋgιόνη
* Το τελικό [ν] δεν απαλείφεται ποτέ, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει
από συγ̂κ
οπτόμενο σύμφωνο, παρά μόνο ποιητική αδεία.
Επομένως: την + ντύνει 
→ τηŋdύνει
(με τροπή του φατνιακού [ν] σε μαλακοϋπερωικό)

* Ο χρονικός σύνδεσμος «όταν», αναλόγως σε ποια λέξη δίνεται
το βάρος του τονισμού, 
άλλοτε συμ̂προφέρεται και άλλοτε όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση η έμφαση δίνεται στο ρήμα (περνούν). 
* τις + λαɱbάδες [λαμ̂πάδες]  τιλαɱbάδες
* διά [διיά] και όχι δια [δγια]. Άρα: διיάφορα (ό,τι και με τις υπόλοιπες
λόγιες λέξεις) και όχι δγιάφορα
** Όταν η δίφθο
γ̂γος συνιζάνεται, τότε μεταξύ του [μ] και αυτής συνηχείται
απαλά το [ν] (π.χ.: μί-α, αλλά μνια). Επομένως: ζήσεις + μνια → ζήσειμνια

* τον + κάɱbο [κάμ̂πο]  τοŋάɱbο
(ελαφρά συνήχηση των [ν] και [μ])
* τον +  κόσμο  τον + κόμο → τοŋόμο


Παραθέτω τα παραπάνω κείμενα αποδομένα με βάση την εισήγησή μου για το γραπτό λόγο, προκειμένου να μάθουν οι επόμενες γενιές να προφέρουν σωστά τη γλώσσα μας (!)

ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ

Ο Μίμης λύνει τα μάτια, κάνει μια τούμ̂πα και λέει γρήγορα:
– Παίρνω το μπαστούνι και σας κυνηγώ...

ΝΤΙΝ-ΝΤΑΝ, Η ΚΑΜ̖ΠΑΝΑ

Τα παιδιά σηκώνον̂ται κι ετοιμάζον̂ται.
Ντύνον̂ται με χαρά.
Θα πάνε στην εκκλησία.

ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ

Κοιτάτε το τζάκι.
Λάμ̂πει από τη φωτιά.
Κοιτάτε και τα παιδιά.
Είναι κον̂τά στο τζάκι.

ΤΟ ΦΕΓ̖ΓΑΡΙ

«Φεγ̂γαράκι φωτεινό
φέγ̂γει από τον ουρανό.
Σαν καν̂τήλι κάθε βράδυ
φέγ̂γει μέσα στο σκοτάδι».

Ο ΓΚΙΟΝΗΣ

– Γκιον, γκιον!
φωνάζει ο γκιόνης.
Ο γκιόνης είναι πουλί.
Είναι νυχτοπούλι.
Πετά στα δέν̂τρα.
Βλέπει το φεγ̂γάρι και φωνάζει:
– Γκιον, γκιον!

Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ

Η Έλλη δεν πηγαίνει σχολείο.
Είναι, βλέπετε, μικρή ακόμη.
Μόλις έχει κλείσει τα πέν̂τε.
Κάθεται σπίτι μαζί με τη Λόλα.
Πότε παίζει με την αδερφή της
και πότε με την κούκλα της.
Την ντύνει και τη στολίζει.
Όταν τη βάζει να κοιμηθεί
τη νανουρίζει και λέει:

«Νάνι, νάνι το κουκλί μου
νάνι, νάνι το μωρό μου
νάνι, νάνι το παιδί μου
νάνι, νάνι το χρυσό μου.

Έλα ύπνε αγ̂κάλιασέ το
έλα παρ το αγάλι-αγάλι
κι ελαφρά να το κοιμήσεις
στη ζεστή σου την αγ̂κάλη.

Κοιμήσου και παράγ̂γειλα
στην Πόλη τα προικιά σου.
Στα Γιάννενα τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Να και η εκκλησία, που λέγεται Άγιיος Ιωάννης.
Έχει μεγάλη καμ̂πάνα, που ακούγεται παν̂τού.
Τα παιδιά κάνουν το σταυρό τους, όταν περνούν από την εκκλησία.
Κοιτάζουν μήπως ιδούν τον παπά, για να του φιλήσουν το χέρι.
Όλα τα παιδιά του σχολείου γνωρίζουν τον παπα-Ηλία.
Κι ο παπα-Ηλίας γνωρίζει όλα τα παιδιά του σχολείου.

Η ΛΑΜ̖ΠΡΗ

Ντιν-νταν, ντιν-νταν!
χτυπά τα μεσάνυχτα η καμ̂πάνα.
Δείτε την οικογένεια.
Πηγαίνει νύχτα στην εκκλησία.
Εμ̂πρός πηγαίνουν τα παιδιά.
Πίσω πηγαίνουν οι γονείς τους.
Όλοι κρατούν τις λαμ̂πάδες τους.
Όλοι φορούν τα καλά τους.
Ντιν-νταν, ντιν-νταν!
χτυπά χαρωπά η καμ̂πάνα.
Η φωνή της ακούγεται καθαρά.
Είναι σα να τους λέει:

– Ελάτε απόψε στην εκκλησία.
Είναι η νύχτα της Λαμ̂πρής.
Απόψε θ αναστηθεί ο Χριστός μας.
Ελάτε όλοι να εορτάσομε...

Μπαίνουν μέσα στην εκκλησία.
Εκεί όλα είναι ωραία.
Τα καν̂τήλια και οι λαμ̂πάδες καίνε
και σκορπούν γύρω φως.
Όλα είναι χαρούμενα απόψε
γιατί ο Χριστός θα αναστηθεί.
Χαρούμενα είναι και τα παιδιά.
Χαρούμενοι είναι και οι γονείς τους.

ΟΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ

Στο τέλος η Άννα έπιασε μία.
Ήταν μια μικρή πεταλούδα.
Τα φτερά της ήσαν ωραία.
Είχαν διיάφορα χρώματα.
Η Άννα την κρατούσε απαλά
και της τραγουδούσε:

«Έλα πεταλουδίτσα μου
στάσου να σε τσακώσω·
δε θα σου τσαλακώσω
καθόλου τα φτερά.
Θα σε ταΐζω ζάχαρη
θα σου χω για σπιτάκι
μεταξωτό κουτάκι·
θα ζήσεις μια χαρά...»

Η πεταλούδα όμως ήθελε να φύγει
κι αν είχε φωνή θα έλεγε:

«Για τη δική σου ζάχαρη
καθόλου δε με μέλει.
Των λουλουδιών το μέλι
μ αρέσει πιο πολύ.
Έχω τον κάμ̂πο τον πλατύ
τη χλόη τη δροσάτη
βασιλικό παλάτι,
κοπέλα μου καλή».

Η Άννα αγαπούσε την πεταλούδα
και γι’ αυτό την άφησε να φύγει.   

ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ

Το πρωί σηκώνεται ο Μίμης
ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει τον ήλιο.
Ο ήλιος βγαίνει σιγά-σιγά.
Βγαίνει από το αν̂τικρινό βουνό.
Οι ακτίνες του είναι χρυσές και φωτίζουν όλο τον κόσμο.
Φωτίζουν τα σπίτια, τα δέν̂τρα.
Φωτίζουν τα βουνά, τα χωράφια.

ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ

Κάθε βράδυ ο ήλιος πηγαίνει να κρυφτεί πίσω από το βουνό.
Βασιλεύει πέρα στη Δύση και σιγά-σιγά έρχεται η νύχτα.
Τα πουλιά πετούν στη φωλιά τους.
Κουράστηκαν όλη τη μέρα και θέλουν να ησυχάσουν.
Τα παιδιά μαζεύον̂ται στο σπίτι τους.
Σε λίγο έρχεται και ο πατέρας.
Κάθον̂ται όλοι και τρώνε.
Έπειτα από το βραδινό φαγητό, τα παιδιά κοιμούν̂ται ήσυχα.

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ

Λίγο πριν φτάσουν στην κορυφή, είδαν και μια βρυσούλα.
Το νερό της έτρεχε τραγουδών̂τας και έκανε ένα μικρό ποταμάκι.
Όταν έφτασαν στην κορυφή, όλα τους φάνηκαν ωραία.
Από ψηλά είδαν τη θάλασσα και το μεγάλο κάμ̂πο.
Είδαν τα σπίτια του χωριού, που έμοιαζαν με άσπρα προβατάκια.
Όταν γύρισαν στο σπίτι τους, ήταν πια μεσημέρι.
Το τραπέζι ήταν στρωμένο.
Το είχε ετοιμάσει η θεία.
Έφαγαν με πολλή όρεξη.

ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:

Όπου:   ˆ   το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.

             י    η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

                 o   η άτονη φώνηση του φθόγ̂γου.



Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
ΚαθΑγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής