Σήμερα μαύρος
ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι
θλίβον̂ται και τα βουνά λυπούν̂ται.
Σήμερα το ‘βαλαν
βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
για να
σταυρώσουν το Χριστό, των πάν̂των Βασιλέα.
Η Παναγιά, η
Δέσποινα, καθόταν μοναχή της
την προσευχή [→
τημ̂προσευχή] της έκαμνε για το
Μονογενή της.
Φωνή ακούει εξ
Oυρανού κι απ’ Aρχαγ̂γέλου στόμα:
-Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιיες.
Το γιο Σου τον
επιάσανε και σα φονιά τον πάνε [→ τομ̂πάνε].
Σαν κλέφτη [→ σαγ̂κλέφτη] τον δικάζουνε και στο χαλκιά τον πάνε
[→ τομ̂πάνε].
Κι η Παναγιά
σαν τ’ άκουσε [→ σαν̂τάκουσε], πέφτει
λιγοθυμάει.
Σταμνιά νερό
της χύνουνε, τρία καράτια μόσχο.
Κι αφού της
ήρθε ο λογισμός, κι αφού της ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι
να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει.
Τηράει δεξιיά,
τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηράει και
δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
-Άι Γιάννη μου, Αφέν̂τη μου, και μαθητή του γιου μου
μην είδες το
παιδάκι μου και σε το Δάσκαλό σου;
-Τον βλέπεις Κείνον το γυμνόν, τον παραπονεμένον [→
τομ̂παραπονεμένον], όπου φορεί στην κεφαλή [→ στηγ̂κεφαλή]
στεφάνι αγ̂καθένιο;
Η Παναγιά Τον
σίμωσε και Τον γλυκομιλούσε.
-Δε μου μιλάς
παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου!
-Τι να σου πω,
Μανούλα μου, τι να σου μολοήσω;
Ήτανε θέλημα
Θεού, βούληση του Πατέρα.
Μόνο το Μέγα Σάββατο,
κον̂τά στο μεσονύχτι
όταν λαλήσει ο
πετεινός, σημάνουν οι καμ̂πάνες
κι ανάψουνε στις εκκλησιές ολόχρυσες λαμ̂πάδες
τότε και συ, Μανούλα μου, να πας να με παν̂τέχεις.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου