Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Η ΑΠΕΡΡΙΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΟΛΙΣΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ




Γιατί η απερρίνωση των  -γγ/γκ, -μπ, -ντ  στο μέσον των αμιγώς ελληνικών λέξεων (πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων) είναι ολίσθημα για την Κοινή Νεοελληνική και δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή:

Κατ΄αρχάς οι ήχοι  -γκ, -μπ και -ντ  είναι οι α'ντίστοιχοι ηχηροί φθό'γγοι των  -κ, -π, -τ,  γι’ αυτό και απαρτίζουν μεταξύ τους φωνητικά ζεύγη (/κ-γκ/, /π-μπ/, /τ-ντ/).

Με πιο απλά λόγια σχηματίζο'νται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με την εξής δι΄αφορά:  στο /κ/ οι φωνητικές χορδές είναι σε απόκλιση, δηλ. σε απόσταση η μία από την άλλη, με αποτέλεσμα η τριβή του αέρα σε αυτές να είναι ελάχιστη και η ταλά'ντωσή τους μικρή, οπότε ο ήχος του δεν έχει ιδι΄αίτερη έ'νταση· γι’ αυτό η γραμματική το χαρακτηρίζει άηχο φθό'γγο.

Α'ντίθετα, στο /γκ/ οι φωνητικές χορδές είναι σε σύ'γκλιση, δηλ. κο'ντά η μία στην άλλη, με συνέπεια η τριβή του αέρα σε αυτές να είναι έ'ντονη, η ταλά'ντωσή τους μεγάλη και ο παραγόμενος ήχος δυνατός, γι’ αυτό και το /γκ/ χαρακτηρίζεται ηχηρό.

Ομοίως για τα /π-μπ/ και /τ-ντ/, με τα /π/, /τ/ να είναι τα άηχα και τα /μπ/, /ντ/ τα ηχηρά. 
Για την ιδι΄όμορφη περίπτωση του /γγ/ θα μιλήσουμε παρακάτω, αφού μορφώνεται μέσα στη λέξη και ποτέ στη αρχή.

Στην αρχή της λέξης, τα δίψηφα  -γκ, -μπ και -ντ  προφέρο'νται όπως ακριβώς σχηματίζο'νται οι ήχοι τους στο λάρυ'γγα, δηλαδή είναι ατόφιοι, χωρίς προερρίνωση.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις εξαιρέσεις στο μέσον των λέξεων, αφού τα δίψηφα σύμφωνα στη ρίζα τους είναι συ'μπαγή π.χ. τσουγκράνα /τσουγραν(ώ) + ανα <γρατσουνώ <γρατς/, αγκράφα /agrafe/, βεγγέρα /veggheria/, ξεμπερδεύω    
/ξε+μπερδεύω/, κακοντυμένος /κακός+ντύνω/ κ.λπ.

Στο μέσον της λέξης, τόσο λόγω της έ'ντονης ηχηρότητάς τους (η οποία δεν αφομοιώνεται εύκολα από τους υπόλοιπους φθό'γγους της λέξης), όσο και της περιοδικότητάς τους (τακτής χρήσης τους) με συνέπεια να κατακερματίζεται η ροή και να χάνεται η πλαστικότητα του λόγου, παρεμβάλλο'νται τα ευ'φωνικά σύμφωνα /μ/ ή /ν/ κατά περίπτωση (έχουμε δηλ. προερρίνωση των δίψηφων συμφώνων), ώστε να απαλυνθεί ο τραχύς τους ηχητικός χαρακτήρας (ηχόχρωμα).

π.χ.:  /συνιστώ'ντας την παρακολούθηση των εκπο'μπών/  
/ο έ'γκριτος ε'γκληματολόγος Βα'γγέλης Ε'γγονόπουλος/   
α'ντί των:  /συνιστώντας την παρακολούθηση των εκπομπών/ 
/ο έγκριτος εγκληματολόγος Βαγγέλης Εγγονόπουλος/

Πέραν αυτού, στη γλώσσα μας έχουμε πάρα πολλές σύνθετες λέξεις, οι οποίες στη ρίζα τους έχουν ως μέρος του πρώτου συνθετικού το τελικό /ν/, π.χ. σύ'νταγμα (συν+τάσσω) [ύστερα από την επίδραση του ηχηρού /ŋ/ στο /τ/ και τη μετατροπή του δεύτερου στο α'ντίστοιχο ηχηρό, δηλ. το /ντ/], ε'γγονός (εν+γόνος) [με το /γ/ να επηρεάζει τον αρχικό σχηματισμό του /ν/ και να τον μεταθέτει στη μαλακή υπερώα, δηλ. σε άγμα /ŋ/, που λόγω της επαφής τού πίσω τμήματος της γλώσσας με το α'ντίστοιχο της υπερώας, συ'μπαρασύρει το παρακείμενο /γ/ σε έ'ντονη ουράνωση και το μετατρέπει σε /γγ/ (εξ ου και η ονομασία του· άγμα < αρχαίο ἄγνυμι = θραύω - σπάω, ακριβώς λόγω αυτής της χαρακτηριστικής του ιδι΄ότητας).

Μια πιο ιδι΄αίτερη ανάλυση για να γίνει απόλυτα κατανοητό, είναι η ακόλουθη: εν+γόνος> εγ+γόνος (όπου  /εγ/  όπως:  έγχορδο, ελέγξιμος κ.λπ.) > εŋ+γόνος> εŋγγονός> ε/γ/γγονός (με το /γ/ να δηλώνει το άγμα /ŋ/) > εγγονός], έ'γκριση (εν+κρίνω) [ύστερα από την επίδραση του ηχηρού /ŋ/ στο /κ/ και τη μετατροπή του δεύτερου στο α'ντίστοιχο ηχηρό του που είναι το /γκ/. 

Ανάλογη δηλ. περίπτωση με αυτή του /σ/, που πριν από ηχηρό σύμφωνο μετατρέπεται σε άτονο /ζ/, π.χ.:  γράφουμε /κόσμος/ αλλά λέμε /κόμος/].    

 Ομοίως και στις σύνθετες λέξεις που το πρώτο συνθετικό τελειώνει σε -ν και το δεύτερο αρχίζει από /π/, π.χ.  πά'μπολλα (< παν+πολύς) [ύστερα από ενεργοποίηση του /μ/ από το /ŋ/ (κατά τη συνεκφώνηση του /ŋ/ με το 

/π/) και παρεμβολή-επίθεση του πρώτου (μ) στο /π/, με συνέπεια τη μετατροπή του /π/ σε /μπ/]. 

Στην πραγματικότητα είναι το προϋπάρχον μαλακοϋπερωικό Ν (ŋ), δηλ. το άγμα, που τα προκαλεί όλα. Γι΄αυτό στο δίψηφο  /μπ/ έχουμε διττή συνήχηση (ŋμ), με ε'ντονότερη αυτήν του /μ/ λόγω της προωθημένης του θέσης-γειτνίασης με το  
/μπ/.                                   
Για του λόγου το αληθές, αν κάποιος συνεκφωνήσει αργά ένα φωνήεν με το /μ/ κλείνο'ντας απαλά τα χείλη (π.χ. οοομμ), θα παρατηρήσει ότι παρεμβάλλεται ισχνά το /ŋ/ (οοοŋμμ).

Οι παραπάνω ευ'φωνικές συνηχήσεις, προκύπτουν από τις εκούσιες μεταθέσεις των φθό'γγων-ήχων και τις απαλές τριβές τους (ουρανώσεις, μία εξ αυτών και η προερρίνωση), με σκοπό το αρμονικό τους συ'νταίριασμα και είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία που κοσμούν τη γλώσσα μας και αναδεικνύουν τη μαγεία της Ελληνικής.

Ας μην τις χάσουμε!...

''Οι Έλληνες κατά την ομιλία τους, καταφέρνουν να δημιουργούν δίνες στην ατμόσφαιρα. 
Η μαγεία είναι πώς να χειρίζεσαι τις ενέργειες μέσω της γλώσσας και της ομιλίας''. (Σολομών)

Αθήνα,10/04/2017                                                                                                               

© Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου