Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

ΠΟΘΕΝ Γ+Κ=ΓΚ, Μ+Π=ΜΠ ΚΑΙ Ν+Τ=ΝΤ; ΑΠΟ ΠΟΤΕ Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΥΓ̖ΚΡΟΤΕΙ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ;




ΟΙ ΕΥ̖ΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ ΕΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ. ΠΟΘΕΝ Γ+Κ=ΓΚ, Μ+Π=ΜΠ ΚΑΙ Ν+Τ=ΝΤ; ΑΠΟ ΠΟΤΕ Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΥΓ̖ΚΡΟΤΕΙ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ;



Υφίσταται στη ρίζα της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας, δηλ. στην Κοινή Ελληνιστική, γηγενής λέξη η οποία να αρχίζει με ένα από τα δίψηφα σύμφωνα -γκ, -μπ ή -ντ και δεν τη γνωρίζω; 
Από πότε, στην πρότυπη μορφή της γλώσσας, η εξαίρεση καθιστά τον κανόνα;

Για του λόγου το αληθές, παραθέτω την ετυμολογία των λέξεων:

γκαρίζω < ογ̖καρίζω  < ογ̖κάομαι/ογ̖κώμαι
γκαστρώνω < εγ̖γαστρώνω < εγ̖γαστρόω < εν+γαστήρ
γκλίτσα < αγ̖κλίτσα < αγ̖κυλίτσα < αγ̖κύλος
γκρεμός < γκρεμνός < τογ̖κρημνό < τον κρημνό < κρημνός
μπάζω < εμ̖πάζω < εμβάζω < εμβιβάζω < εν+βιβάζω
μπαίνω < εμ̖παίνω < εμβαίνω < εν+βαίνω
μπάκακας (ηχομιμητική λέξη) < μπάμπακας < βάβακας
μπαλώνω (σίγηση του άτονου [ε] και τροπή του [μβ] σε [μπ]) < εμβαλλώνω < εμβάλλω
μπαμπάκι (χάριν ευ̖φωνίας-ηχητική ακολουθία) < βαμ̖πάκι < βαμβάκι < βαμβάκιν < βαμβάκιον < βάμβαξ/βάμ̖παξ
μπάμπαλο < πιθανόν από το πάμ̖παλον < παμ̖πάλαιον
μπας (και) (κατόπιν σίγησης πρώτα του [η] και μετά του [μ] < μημ̖πας (και) < μην πας)
μπερδεύω < μπερδένω < εμ̖περιδέω < εν+περιδέω
μπήγω < εμ̖πήγω < εμ̖πηγνύω < εμ̖πήγνυμι
μπλάστρι < εμ̖πλάστριον < έμ̖πλαστρον < εμ̖πλάσσω < εν+πλάσσω 
μπλέκω < εμ̖πλέκω < εν+πλέκω
μπόλι (σίγηση του άτονου [ε] και τροπή του [μβ] σε [μπ]) < εμβόλιο(ν) < έμβολον
μπορώ< ημ̖πορώ < εμ̖πορώ < έμ̖πορος < εν+πόρω (= πόρος)
μπουμπούκι (χάριν ευ̖φωνίας-ηχητική ακολουθία, αφού προηγήθηκε τροπή του [β] σε [μπ] και επίδραση του δίψηφου συμφώνου στα γειτνιάζον̖τα φωνήεν̖τα) < βομβύκιον < βόμβυξ
μπροστά < εμ̖προστά < έμ̖προσθα < έμ̖προσθεν < εν+προς+θεν
μπρούμυτα < μπρόμυτα < πρόμυτα < προ+μύτη
ντόπιος < εν̖τόπιος < εν+τόπιος <  τόπος
ντόρος < ίσως από τον̖τόρο (συμ̖προφορά και αναβιβασμός τόνου) < τον τορό < τορός (= διαπεραστική φωνή)
ντρέπομαι < εν̖τρέπομαι < εν̖τρέπω < εν+τρέπω
ντύνω < νδύνω < ενδύνω < ενδύω.

Προς αποφυγή σύγχυσης, αναφέρω ενδεικτικά τις παρακάτω λέξεις οι οποίες δεν είναι γηγενείς. Αποτελούν δηλ. δάνεια ή αν̖τιδάνεια και επειδή τα δίψηφα σύμφωνα βρίσκον̖ται στην αρχή, προφέρον̖ται ατόφια:

γκαβός, γκάγκαρος, γκάζι, γκαντέμης, γκάφα, γκέμια, γκίνια, γκιόνης, γκρίζος, γκρίνια, μπαγιάτικο, μπάζα, μπάκα, μπακάλης, μπάλα, μπάλος, μπαλοθιά, μπάμια, μπάμπω, μπανέλα, μπάνιο, μπαούλο, μπάρμπας, μπαρούτι, μπαστούνι, μπαταρία, μπατίρης, μπάτσος, μπεκρής, μπελάς, μπιζέλι, μπισκότο, μπιχλιμπίδι, μπλούζα, μπλόφα, μπογιά, μπόλικο, μπόμπα, μπο(υ)ναμάς, μπόρα, μπόσικος, μπουγάδα, μπουγέλο, μπούζι, μπουκάλι, μπουκέτο, μπούκλα, μπουνιά, μπούρδα, μπουρί, μπουρνούζι, μπουσουλώ, μπούτι, μπούφος, μπουχός, μπριζόλα, μπρίκι, νταής, ντάλα, νταλίκα, νταμιτζάνα, ντάνα, νταντά, ντέφι, ντιβάνι, ντολμάς, ντόμπρος, ντόρτια, ντουβάρι, ντουλάπι, ντουνιάς κ.ά.

Πώς λοιπόν διδάσκεται στο σχολείο ότι γ+κγ+γ) = γκ, μ+π = μπ  και ν+τ = ντ;
Αυτό ισχύει μόνον όταν τα δίψηφα σύμφωνα είναι στην αρχή και με την προϋπόθεση ότι δεν προηγούν̖ται συγ̖κεκριμένες λέξεις, οι οποίες στη ροή του λόγου συνεκφωνούν̖ται με αυτά (βλ. κανόνα τελικού -ν, π.χ.: στον γκρεμό = στογ̖κρεμό, δεν μπαίνω = δεμ̖παίνω, μην ντυθείς = μην̖τυθείς κ.λπ.).
Όταν τα γγ/γκ, μπ και ντ βρίσκον̖ται στο μέσον γηγενών λέξεων, πέραν ελαχίστων περιπτώσεων-εξαιρέσεων, προφέρον̖ται έρρινα, δηλ. συνηχούν̖ται τα ευ̖φωνικά [ŋ] ή [μ]. Αυτό άλλωστε τεκμαίρεται από τα παραπάνω.

Επίσης, μήπως θα έπρεπε να μας προβληματίσει γιατί οι Κύπριοι -ορθώς για εκείνους, καταχρηστικά σύμφωνα με τους κανόνες της Κοινής Νεοελληνικής- προφέρουν έρρινα τα δίψηφα σύμφωνα ακόμη και στην αρχή της λέξης (π.χ.: γ̖καρίζω αν̖τί γκαρίζω - μ̖παίνω αν̖τί μπαίνω - ν̖τύνω αν̖τί ντύνω);
Μήπως αυτό επιβεβαιώνει ότι στη ρίζα της γλώσσας μας υπάρχουν οι ευ̖φωνικές συνηχήσεις, οι οποίες στην εποχή μας τείνουν δυστυχώς να εκλείψουν εν̖τελώς από την Κοινή Νεοελληνική;
Μήπως τελικά πέραν της ιστορικής ορθογραφίας υπάρχει και ιστορική προφορά η οποία είναι άμεσα και άρρηκτα συνυφασμένη με την ετυμολογική-εννοιολογική απόδοση των λέξεων;
Μήπως ο γραπτός λόγος -μεταξύ άλλων- υπάρχει για να καταδεικνύει και την προφορά;

Γιατί δε διδάσκεται το μάθημα της Ορθοφωνίας στις Παιδαγωγικές Σχολές;
Γιατί δε διδάσκεται το μάθημα της Ορθοφωνίας στα σχολεία;
Γιατί δε διδάσκον̖ται οι Κανόνες Προφοράς της Κοινής Νεοελληνικής στα σχολεία;
Γιατί δεν αποσαφηνίζεται πότε τα δίψηφα σύμφωνα γγ/γκ, μπ και ντ προφέρον̖ται έρρινα και πότε άρρινα;
Γιατί δε γίνεται πλήρης αξιοποίηση του τόνου (`) και της αποστρόφου (’) στο γραπτό λόγο, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η προφορά και να διευκολυνθούν άπαν̖τες στο να εκφέρουν σωστά τη γλώσσα μας;
Πότε εν̖τέλει θα γίνει έστω κάτι από αυτά;
Αξίζει κάτι τέτοιο σε μία γλώσσα καλλιεργημένη, με τόσο μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά και τεράστια συμβολή στον εμ̖πλουτισμό άλλων γλωσσών;
Αξίζει κάτι τέτοιο στην Ελληνική γλώσσα;

ΔΙ’ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:

Όπου:    `    το ευ̖φωνικό [ŋ] (ή και [μ], περίπτ. -μπ) πριν από το 
                    δίψηφο σύμφωνο.
                   η προφορά των διφθόγ̖γων χωριστά.


© Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου