Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΦΕΡΗ, ΣΤΟ ΡΙΤΣΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ - ΟΙ ΕΥ̖ΦΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΗΧΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ, ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΣΤΙΣ ΑΠΑΓ̖ΓΕΛΙΕΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΩΝ


 

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΠΙΦΑΝΙΑ 1937

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ

Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ̖γαριού

η μεγάλη πέτρα κον̖τά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κον̖τά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

χρυσά· τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύον̖τας

ανάμεσα στα κίτρινα δέν̖τρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιיωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή (= στηγ̖κορυφή) τους· βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου· στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη (= στημ̖παγωμένη) λίμνη την ξένη (=

τηγ̖κz̥ένη) φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα

περπατών̖τας σκυφτή βυζαίνον̖τας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγ̖καδιές· ο χιονισμένος

κάμ̖πος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμ̖πος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνουν̖ται για να γυρέψουν, κ οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραν̖τη σιיωπή

δεν ξέρω (= δεγ̖κz̥έρω) πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ·

ψίθυροι σαν την (= σαν̖την) ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την (= σαν̖την) ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα

χαλίκια σαν την (= σαν̖την) ανάμνηση της φωνής σου λέγον̖τας

«ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύον̖τας το μυστικό συναπάν̖τημα των νερών

κάτω απ’ τον πάγο (= τομ̖πάγο) το χαμογέλιο της θάλασσας τα 

κλειστά πηγάδια ψηλαφών̖τας με τις δικές μου φλέβες τις

φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν εκεί που τελειώνουν τα

νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος που βηματίζει τυφλός πάνω

στο χιόνι της σιיωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύον̖τας το νερό που σ’ αγ̖γίζει

στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκον̖τας έναν κύκνο (= εναγ̖κύκνο) νεκρό μέσα στα κάτασπρα 

φτερά του, δέν̖τρα ζων̖τανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει (= δεν̖τελειώνει) δεν έχει αλλαγή,

όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που

έφυγαν 

εκείνους που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων (= τωμ̖πλατάνων)

εκεί που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,

ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: IV)

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που 

πεινάει, μέσα στ᾿ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο

στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμ̖πουρα κατάσαρκα

με το πείσμα δαγ̖κωμένο στα δόν̖τια τους σαν άγουρο γκόρτσι

με τον άμμο του φεγ̖γαριού μες στις χον̖τρές αρβύλες τους

και με την καρβουνόσκονη (= τηγ̖καρβουνόσκονη) της νύχτας 

κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ᾿ αυτιά τους.

Δέν̖τρο το δέν̖τρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο (= τογ̖κόμο),

μ᾿ αγ̖κάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι

(= σαμ̖ποτάμι).

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανὸ - για να τον δώσουν.

Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα (= σαν̖τα) καψαλιασμένα 

δέν̖τρα, κι όταν χορεύαν στην πλατεία (= στημ̖πλατεία),

μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδουνίζανε τα γυαλικά

στα ράφια. 

Α, τι τραγούδι τράν̖ταξε τα κορφοβούνια - ανάμεσα στα γόνατά

τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγ̖γαριού και δειπνούσαν,

και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους

σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χον̖τρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να

ταΐσεις τα όνειρα;

Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη

σωπάσει το τζιτζίκι, τώρα που ο ασβέστης του μεσημεριού βάφει

τη μάν̖τρα ολόγυρα του ορίζον̖τα σβήνον̖τας τα μεγάλα αν̖τρίκια

ονόματά τους;

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα

το χώμα που ήτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους - πώς

μύριζε το χώμα - και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα

(= τημ̖πόρτα) τους τ᾿αμ̖πέλια μας

πώς λίγνεψε το φως πάνου στις στέγες και στα δέν̖τρα

ποιος να το πει πως βρίσκον̖ται οι μισοὶ κάτου απ᾿ το χώμα

κ᾿ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμ̖πουρα να λάμ̖πει ο ουρανός

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμ̖πάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτου απ᾿ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμ̖πάνας το σκοινὶ - προσμένουνε την ώρα, 

δεν κοιμούν̖ται (= δεγ̖κοιμούν̖ται), δεν πεθαίνουν

(= δεμ̖πεθαίνουν), προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση.

Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας - δεν μπορεί

(=δεμ̖πορεί) κανείς να μας το πάρει.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (ΤΑ ΠΑΘΗ: ΙΔ')

ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ ΟΥΡΑΝΟΥ

Ναοί στο σχήμα τ ουρανού

και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόν̖τια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζον̖τας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε

ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο

και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

Φύγανε

και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας

και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Τείχισε τις πλευρές του κόσμου

και από το μέρος τ’ ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις

και στην πλάκα (= στημ̖πλάκα) επάνω του βωμού σφαγίασε το

σώμα

τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού

και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόν̖τια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζον̖τας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε

ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάν̖ταλο

και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.

Φύγανε

και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζον̖τας

χαλίκι μαύρο

και βρον̖τές, η οργή των νεκρών

και αργά στον άνεμο τρίζον̖τας

εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά

φοβερά, των βράχων τ’ αγάλματα!


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:

Όπου:   `   τα ευ̖φωνικά [ŋ] ή [ɱ] πριν από τα δίψηφα σύμφωνα.

                η προφορά των φθόγ̖γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.

            o    η άτονη φώνηση του [ζ].


Άρης Βαφιάς, MA RCSSD
Καθ. Αγωγής Προφ. Λόγου & Φωνής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου