ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΦΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΨΗΦΩΝ ΣΥΜΦΩΝΩΝ; ΤΙ ΠΡΟΚΡΙNΟΥΝ ΟΙ ΙΘΥΝΟN̖TΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΤΑΓΟΙ;
Στη γλώσσα μας, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούν̂ται ο τόνος, η απόστροφος, τα διיαλυτικά και η υποδιיαστολή, προκειμένου να αποδοθούν σωστά οι λέξεις και τα νοήματά τους.
Λ.χ.: στη λαϊκή χρειάζον̂ται τα διיαλυτικά διיαφορετικά θα πούμε λαική. Στο αμ’ πώς; η απόστροφος, για να μην προφέρουμε αμ̂πώς; Στο επίρρημα πώς ο τόνος, προκειμένου να ξεχωρίζει από τον ειδικό σύνδεσμο πως. Στο ό,τι η υποδιיαστολή για να δηλώσει ότι είναι αναφορικό και όχι ειδικός, χρονικός ή αιτιολογικός σύνδεσμος. Στον αδύνατο τύπο της αν̂τωνυμίας πάλι ο τόνος, όταν υπάρχει κίνδυνος να γίνει σύγχυση και να θεωρηθεί ο τύπος εγ̂κλιτικός κ.ο.κ.
Τι χρειάζεται στις λέξεις φεγ̂γάρι [ŋg], αγ̂κάθι [ŋg], πέν̂τε [ŋd], εκπομ̂πή [ɱb](ενδεικτικά τα παραδείγματα, αφού υπάρχουν χιλιάδες αναφορές με δίψηφα έρρινα σύμφωνα στο μέσον της λέξης), για να μην πούμε φεγγάρι [g], αγκάθι [g], πέντε [d], εκπομπή [b] και τι στις αφουγκράζομαι, έμπα και άντε για να μη συμβεί το αν̂τίθετο;
Τι χρειάζεται στην περίπτωση της σύνθετης συν̂τονισμένος σε σύγ̂κριση με την επίσης σύνθετη κακοντυμένος, τι στην περίπτωση του ξεμπλέκον̂τας σε σχέση με το ξεμπλέκω και τι στο εμ̂πλέκον̂ται αλλά όχι στο έμπλεξα;
Στις μπαμ̂πού, ντανיτέλα και απαν̂τών̂τας έναν̂τι των μπομπονιέρα (< ιταλ. bomboniera), μπουμπούκι, νταντά, παρόλο που σε όλες έχουμε άμεση επανάληψη του δίψηφου συμφώνου;
Στις σαμיπάνια, ανיτίκα, ταμיπεραμένיτο σε σχέση με τις λάμ̂πα (< γαλλ. lampe < ελλην. λαμ̂πάς), τσάν̂τα (< τουρκ. çanta), τέμ̂πλο (< λατιν. templum) ή τσιμέν̂το (< ιταλ. cimento);
Τι είναι αναγ̂καίο στο κομיπιούτερ και τι στο κομ̂πιουτεράκι, στο μονיτάζ και στο μον̂τάρω ή στο κονיτρόλ και στο κον̂τρολάρω και τι στο κόμיπλεξ σε σύγ̂κριση με το κομ̂πλεξικός και το κομπλάρω;
Στις περιπτώσεις των βεν̂τέτα, τούμ̂πα και καμ̂πάνα έναν̂τι των βεντέτα (διיασημότητα), τούμπα (πνευστό), καμπάνα (μεμονωμένος ξενοδοχειακός οικίσκος);
Στις κάγ̂κελο, ζογ̂κλέρ, σανיτιγί, ινיτερπόλ, σαμיπουάν, ταμיπόν, ζαμ̂πόν, κομ̂πινεζόν έναν̂τι των βεγγέρα, ζιβάγκο, γιόγκα, μοντέρνος, μπαλάντα, έμπολα, ρόμπα, σόμπα;
Στις βεράν̂τα, κουβέν̂τα, ρέν̂τα, τέν̂τα, μάμ̂πο, τέμיπο, ραν̂τεβού σε σχέση με τις βουντού, ταμπού;
Στο αμ̂πραγιάζ σε σύγ̂κριση με το ντεμπραγιάζ ή στο αμ̂παλάζ με το αμπαζούρ;
Στο αμ̂πάρι με την αμπάρα και στην εγ̂γραφή (ή εγיγραφή) με την αγκράφα;
Στο καλαμ̂πόκι με το καλαμπούρι ή στις μπάν̂τα και μπαν̂τάνα σε σχέση με τον μπαντανά;
Στη συν̂τριβή με το σιντριβάνι ή στο ταμ̂πούρ(λ)ο με το ταμπούρι και το ταμπουρέ;
Στον τσιγ̂κούνη με το σπαγκοραμμένο (< ιταλ. spago+ραμμένος);
Στις κουμ̂πάρος, κουμ̂παράς και καμ̂πούρης σε σχέση με τις κουμπούρας, κουμπούρι, ή στο φράγ̂κο με τo φραγγέλιο;
Ποιος κίνδυνος ενεδρεύει, εάν τα δίψηφα σύμφωνα παραμείνουν στο γραπτό λόγο αδιיευκρίνιστα; Ό,τι δηλ. συμβαίνει σήμερα!
Στις λέξεις από
έξω, μετά την απάλειψη του ληκτικού φωνήεν̂τος της πρόθεσης, βάζουμε την απόστροφο,
όταν πρόκειται να πούμε απ’ έξω,
ενώ στις νίκησέ τον, μετά τον αναβιβασμό του τόνου τού αδύνατου τύπου της
αντωνυμίας «αυτόν», χρησιμοποιούμε και δεύτερο τόνο στη λέξη. Ο τόνος και η απόστροφος γιατί υπάρχουν; Ποια η σκοπιμότητα στη χρήση τους; Δεν εξυπηρετούν στο
να διαβάσουμε ορθά, δηλ. να τονίσουμε και να προφέρουμε τις λέξεις όπως πρέπει;
Τι μας εμ̂ποδίζει λοιπόν να κάνουμε πλήρη αξιοποίησή τους, σε μια πιο διיακριτική
μορφή, ώστε να μάθουμε όλοι μας να εκφέρουμε σωστά την Ελληνική;
Με το δανεισμό ενός πλήθους ξένων λέξεων, που αρχίζουν από [γκ], [μπ] και [ντ], αλλά και τη δημιουργία μεταπλασμένων γηγενών λεκτικών τύπων που αρχίζουν πάλι από άρρινο δίψηφο σύμφωνο (π.χ.: γκρεμός, μπαίνω, ντύνω), κάτι που δε συνέβαινε στην Αρχαία Ελληνική, αφού καμία λέξη δεν ξεκινούσε από δίψηφο σύμφωνο (κρημνός, εμβαίνω, ενδύω), ενισχύθηκε η άρρινη προφορά, δηλαδή ο μονοφθογ̂γισμός τους.
Παράλληλα, η παν̂τελής ακηδία της Πολιτείας για τον Προφορικό Λόγο, δηλ. η έλλειψη κατάρτισης και επιμόρφωσης των Δασκάλων σε θέματα που άπτον̂ται της εκφοράς του Λόγου, όπως είναι η άρθρωση και η προφορά, δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Τα δίψηφα σύμφωνα άρχισαν να ταυτίζον̂ται με τους ήχους των [g], [b] και [d] και δυστυχώς φτάσαμε, λόγω άγνοιας, στο σημείο να διδάσκεται σήμερα στο Σχολείο ο μονοφθογ̂γισμός τους.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου «Σύστημα Ασκήσεων του Προφορικού Λόγου» του Σ. Καραντινού |
Σε αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι το Ελληνικό Αλφάβητο αδυνατεί πλέον να επισημάνει την ορθή προφορά των δίψηφων συμφώνων. Ειδικότερα -όπως θα διיαπιστώσατε παραπάνω- υπάρχουν τρία διγράμματα (τα γγ/γκ είναι ομόηχα), για να αποδώσουν στη γλώσσα μας 15 διיαφορετικούς ήχους [g, ŋγ, ŋg, b, ɱb, ɱp, d, ŋd, ŋt], με συνέπεια η διיάκριση των δίψηφων έρρινων ή των μη συμ̂προφερόμενων συμφώνων έναν̂τι των δίψηφων άρρινων, να μην είναι εναργής και ο φυσικός ομιλητής να μην μπορεί να εν̂τοπίσει τις διיαφορές, ώστε να τις αποδώσει. Κάτι που σαφώς δεν ισχύει στις γλώσσες που κάνουν χρήση του Λατινικού Αλφαβήτου (π.χ.: αngel ⟷ άγγελος, Andrew ⟷ Αντρέας).
Λαμβάνον̂τας υπόψη ότι το Ελληνικό Αλφάβητο θεωρείται το πρώτο ολοκληρωμένο αλφάβητο στον κόσμο και φυσικά η μήτρα του αν̂τίστοιχου λατινικού (μην ξεχνάμε ότι και αυτό ελληνικό είναι, αφού πρόκειται για το υιοθετημένο Αρχαίο Χαλκιδικό), δε θα ισχυριστώ ότι χρειάζεται αναθεώρηση ή συμ̂πλήρωση. Ούτε θα υποστηρίξω το δανεισμό ψηφίων από το λατινικό, αφού κάτι τέτοιο προφανώς και θα έβαλλε την ιστορική ορθογραφία, την ετυμολογία και εν γένει το είδωλο και την αισθητική των λέξεων.
Θα επισημάνω, ωστόσο, πως πρέπει να γίνουν άμεσα πάρα πολλά και ότι κάλλιστα μπορούν να αξιοποιηθούν ο τόνος και η απόστροφος, στοιχεία τα οποία ήδη χρησιμοποιούν̂ται χωρίς να πλήττουν την ιστορική ορθογραφία, για να αποσαφηνιστεί η Προφορά και να διיευκολυνθούν άπαν̂τες στο να εκφέρουν ορθά τη Γλώσσα μας.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το
δίψηφο σύμφωνο.
' η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου