Ένρινον είναι και το [γ], όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ], [χ] ή προ του [ξ]: άγκυρα, αγγείον, άγχω, άγξω (Αχιλλέας Τζάρτζανος) ▪ Συλλογιστείτε πώς προφέρεται το πρώτο [γ] στις λόγιες <παγγερμανισμός>, <παγγνωσία> ή <συγγνωστός>, στις οποίες, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουμε τροπή του δεύτερου συμφώνου ▪ Αρκετές φορές, τα [μπ] και [ντ] μέσα στη λέξη είναι οι άλλες μορφές των [μβ] και [νδ]: κόμβος → κόμ̂πος, ένδεκα → έν̂τεκα ▪ Αυτό που ουσιיαστικά τρέπεται είναι το δεύτερο σύμφωνο ▪ Όταν γράφω και τα δίψηφα [γγ/γκ], [μπ], [ντ] αφορούν δύο φθόγ̂γους, προσθέτω ένα διיακριτικό ώστε να αναγνωρίζουν απαξάπαν̂τες πώς προφέρον̂ται ▪ Εάν δε γίνει η αναγ̂καία γραπτή διיάκριση ανάμεσα στα έρρινα και τα άρρινα δίψηφα, σε λίγον καιρό θα αναφερόμαστε στην αλλοίωση και τον ψευδισμό της Κοινής Νεοελληνικής (κόμπος [b] ⇔ κόβος, έντεκα [d] ⇔ έδεκα, άγγελος [g] ⇔ agel ≠ angel < άγ̂γελος)

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΠΟΣΟ ΕΡΡΙΝΗ Ή ΑΡΡΙΝΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ








Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ -Ν  ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ


Κάτι που δεν έχουν ίσως αν̖τιληφθεί πολλοί είναι ότι η ιδιיαίτερη αναφορά στο [ν] δε γίνεται μόνο για λόγους ευ̖φωνίας. Για να απαλυνθεί δηλ. το τραχύ ηχητικό αποτέλεσμα του δίψηφου συγ̖κοπτόμενου συμφώνου, ώστε ο λόγος να διיατηρήσει τη ροή και τη μουσικότητά του. (Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως όταν τραγουδάμε και δεν ξέρουμε ή δε θυμόμαστε καλά τα λόγια, τότε στο τραγούδισμά μας χρησιμοποιούμε ένα από τα [ν], [μ] ή [λ]).

Το [ν] δεν αρκείται απλώς στο να προστατεύει από την κακοφωνία. Οι ευ̖φωνικές του συνηχήσεις εκτείνουν το λόγο και προλαμβάνουν την αποδόμησή του. Αποτρέπουν τη διיατάραξή του, την ταχυλογία και τις αλλοιώσεις στην άρθρωση. Γι' αυτό, όταν ο λόγος αρχίζει να βάλλεται, το πρώτο πράγμα που φθίνει και παύει να ακούγεται είναι αυτές.
Οι ευ̖φωνικές συνηχήσεις συγ̖κροτούν και συνέχουν το λόγο. Δίνουν το έναυσμα, βοηθούν στο ρυθμό. Προδιיαθέτουν την ερμηνεία και υποστηρίζουν το ηχόχρωμα, τα ποικίλματα και τον επιτονισμό. Όλα εκείνα δηλ. τα στοιχεία, που κοσμούν το λόγο και τον κάνουν πιο εύληπτο, αναδεικνύον̖τας τα νοήματα που καλούμαστε ή επιθυμούμε να διיατυπώσουμε.

Το [ν] φέρει ουσιיαστικό ρόλο και στη δομή, στη μορφολογία της γλώσσας μας. Ο πλούτος της Ελληνικής, οφείλεται -μεταξύ άλλων- στη δυνατότητά της να δημιουργεί εύκολα πολλά παράγωγα.
Σε αυτή την ενέργεια το [ν], το οποίο δηλώνει την κίνηση, τη ροή, την τροπή και τη συνέχεια, διיαδραματίζει σημαν̖τικό ρόλο.

Ακριβώς λόγω των παραπάνω ιδιיοτήτων του, μπορεί να ενεργοποιεί το [μ] (στην περίπτωση του π), να τρέπει τα συγ̖κοπτόμενα σύμφωνα και να αυτοτρέπεται (ν+ κ = ŋγκ = γ̖κ, ν+γ = ŋγγ = γ̖γ, ν+π = ŋmμπ = ɱμπ = μ̖π, ν+τ = ŋντ = ν̖τ, ν+ξ = ŋγκζ = γ̖κζ, ν+ψ = ŋmμπζ = ɱμπζ = μ̖πζ, ν+τσ = ŋτζ), προσδίδον̖τας πλαστικότητα και αρμονία στη γλώσσα.
Πολλές λέξεις γίνον̖ται σύνθετες με προθήματα τα εν, συν, παν, πάλιν, με το [ν] να είναι ο συνδετικός κρίκος-μετατροπέας στη δημιουργία τους: εν+δέκα → ενδέκατος → έν̖τεκα, συν + γένος → συγ̖γενής, παν + κόσμος → παγ̖κόσμιος, πάλιν + παις (+ ισμός) → παλιμ̖παιδισμός.

Άλλες πάλι εμ̖περιέχουν ήδη τον ήχο του, ή αυτόν του [μ], με συνέπεια η παράλειψή τους στην απόδοση των έρρινων δίψηφων γγ/γκ, μπ, ντ (φεγγάρι < φέγ̖γος, ένρινον είναι το [γ] όταν ευρίσκεται προ των ουρανικών [κ], [γ, [χ] ή προ του [ξ])* να βάλλει την ετυμολογία ή τη σημασιολογία των λέξεων (κόμπος = κόβος, άντρας = άδρας κ.λπ.).

Το ευ̖φωνικό [ν] βρίσκεται ακόμη και στα ρήματα. Δηλ. στις λέξεις με τις οποίες δηλώνεται η ενέργεια και για τις οποίες γίνεται κατεξοχήν λόγος. Στο θέμα, στις καταλήξεις, στο σχηματισμό των μετοχών ή των ουσιיαστικοποιημένων επιθετικών μετοχών (π.χ. παν̖τρεύομαι, απαν̖τώ, λέγον̖ται, λέγον̖τας, οι λέγον̖τες, τα λεχθέν̖τα κ.ά.). Είναι σχεδόν παν̖τού.

Επομένως, η απάν̖τηση στο ερώτημα πόσο έρρινη ή άρρινη μπορεί να είναι η προφορά στην Κοινή Νεοελληνική, είναι ότι μπορεί να είναι τόσο άρρινη, όσο δεν επηρεάζει την άρθρωση και τη μουσικότητά της, ή δε βάλλει την ετυμολογία και τη σημασιολογία των λέξεων.
Διיαφορετικά η γλώσσα αρχίζει να αποδομείται, να αποσυν̖τίθεται.

Η Ελληνική είναι σαν ένα καλοκουρδισμένο στραντιβάριους, με τα [ν], [μ] να αποτελούν μέρος των χορδών του. Η παράλειψη των ευ̖φωνικών συνηχήσεων είναι σα να του λυγίζεις, να του σπάζεις ή να του αφαιρείς τμήμα από αυτές. 
Πλέον, τίποτε δε θα είναι ίδιο στο παίξιμο και στο άκουσμα.

_________________________
* Η γλώσσα μάς μιλάει, φτάνει να την ακούμε: 
π.χ. παγγνωσία = παŋγνωσία = παγיγνωσία. 
Άρα, τι άλλο μπορεί να είναι το δεύτερο [γ] στο φεγ̖γάρι, αφού το πρώτο είναι το άγμα [ŋ];


ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣΗ:
Όπου:   `   τα ευ̖φωνικά [ŋ] ή [ɱ] πριν από τα δίψηφα σύμφωνα.
             '    η προφορά των φθόγ̖γων χωριστά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου