ΑΓΩΓΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΦΩΝΗΣ
Ή ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΦΩΝΗΣ;
Ή ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΦΩΝΗΣ;
ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ #MeToo
Σε συνέχεια κάποιων από τα όσα ειπώθηκαν στη συζήτηση, με θέμα: «Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας - Φωνή», στη διημερίδα την οποία διοργάνωσε η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Όσον αφορά στο ποιοι δικαιούν̂ται να διδάξουν το μάθημα της Αγωγής του Προφορικού Λόγου και της Φωνής (Ορθοφωνίας) σε μία Δραματική Σχολή, ο νόμος είναι σαφής:
Σκηνοθέτης ή ηθοποιός, αναγνωρισμένης αξίας, με δεκαετή πραγματική θεατρική εργασία και κατά προτίμηση ειδικευμένος στην Τεχνική του Λόγου και της Υποκριτικής.
Καταρχάς, η παραπάνω απαραίτητη προϋπόθεση επιβεβαιώνει την απόλυτη συνάφεια η οποία υπάρχει, μεταξύ της Ορθοφωνίας και της Υποκριτικής.
Με άλλα λόγια, ο διδάσκων ή η διδάσκουσα το μάθημα της Αγωγής του Προφορικού Λόγου και της Φωνής, θα πρέπει, οπωσδήποτε, να έχει 10ετή θεατρική εμ̂πειρία και πάρα πολύ καλή γνώση της Υποκριτικής.
Επιπλέον, επισημαίνεται η σημαν̂τικότητα της ειδίκευσης στην Τεχνική του Λόγου σε σχέση, πάν̂τοτε, με την Υποκριτική.
Και ο λόγος ο οποίος πρέπει να συμβαίνει αυτό, είναι προφανής:
Επειδή το ζητούμενο δεν είναι απλώς μία λειτουργική φώνηση, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγ̂κες της καθημερινής επικοινωνίας, αλλά μία εκφορά-φώνηση ιδιיαίτερα υψηλών απαιτήσεων, ενόψει της Υποκριτικής, και δη της προσέγ̂γισης και της απόδοσης έργων κλασικού ρεπερτορίου.
Για το λόγο αυτό, ορίσθηκε από τον ίδιο το Ρον̂τήρη (βλ. σχετική αναφορά), τον εισηγητή της Ορθοφωνίας στη θεατρική εκπαίδευση, τι ακριβώς πρέπει να διδάσκεται, όσον αφορά το μάθημά της, σε μία Δραματική Σχολή:
Σύστημα αναπνοής - άρθρωση - τοποθέτηση και ανάπτυξη φωνής - κανόνες ορθής προφοράς και απαγ̂γελίας.
Όσοι έχουν εν̂τρυφήσει στην Ορθοφωνία, γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνουν αυτά.
Άλλωστε στο συνέδριο αναφέρθηκα, εκτενώς, στην Έκθεσή μου (βλ. σελ. 4) στην ύλη, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί στα τρία έτη σπουδών.
Και τη γνώση αυτή την παρέχει στον ηθοποιό μόνον η κλασική παιδεία:
Η μελέτη και η εξάσκηση σε έργα κλασικού ρεπερτορίου.
Σημειωτέον ότι τα παλαιότερα χρόνια, πολλοί δάσκαλοι της Υποκριτικής, όσο και σκηνοθέτες, κατείχαν την τεχνική της.
Σήμερα, δυστυχώς, οι περισσότεροι όχι.
Ήδη από τη δεκαετία του 30, με την αναβίωση του Αρχαίου Δράματος και την ανάγ̂κη ανεβάσματος παραστάσεων από τον κλειστό χώρο στο φυσικό τους, δηλαδή στο ύπαιθρο και στα Αρχαία Θέατρα, η Ορθοφωνία -μέσω του Ρον̂τήρη- έχει φρον̂τίσει να βρει λύσεις, όχι μόνο σε καίρια ζητήματα που απασχολούν την εκφορά και εν γένει τη φώνηση, αλλά και να εμβαθύνει, εφαρμόζον̂τας συστήματα και μεθόδους οι οποίες αφορούν την κατάκτηση της τεχνικής και την ανάδειξη της ερμηνείας.
Και το κατάφερε θαυμάσια, παραδίδον̂τάς μας μοναδικά δείγματα γραφής· όταν η κατά πολύ νεότερή της Λογοθεραπεία (μόλις τη δεκαετία του 90 δημιουργήθηκε Τμήμα Εκπαίδευσης στην Ελλάδα), η οποία αποτελεί εξειδίκευση της Ορθοφωνίας, προκειμένου να εξυπηρετήσει, κυρίως, ειδικούς σκοπούς, και όχι τεχνικούς-υποκριτικούς, αναζητεί ακόμη λύσεις στη διיαχείριση και την επίλυση ανάλογων ζητημάτων.
Ειρήσθω εν παρόδω, κατά καιρούς δέχομαι τηλεφωνήματα στο γραφείο μου από απόφοιτους Λογοθεραπείας, οι οποίοι μου ζητούν να παρακολουθήσουν τις συνεδρίες και να κάνουν δίπλα μου πρακτική, ώστε να επιμορφωθούν σχετικά με τις μεθόδους και τον τρόπο επίλυσης ζητημάτων της φώνησης και της άρθρωσης.
Τα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχαν δυσφωνίες ή δυσαρθρίες στο Θέατρο;
Ποιος αναλάμβανε να τις αν̂τιμετωπίσει και ποιος έδινε λύσεις σε αυτές;
Προφανώς, η Ορθοφωνία.
Ο Marc Colombat |
Η αναφορά του Colombat στον όρο Ορθοφωνία και το σύγ̂γραμμά του για τον τραυλισμό |
Είναι γνωστόν τοις πάσι πως, όταν κάποιος φέρει πρόβλημα στην άρθρωση ή τη φωνή, του συνιστούν να αποταθεί πρώτιστα σε ένα δάσκαλο Ορθοφωνίας για μαθήματα.
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που ένας λογοθεραπευτής δεν μπορεί να διδάξει σε μία Δραματική Σχολή.
Στερείται ουσιωδών γνώσεων, τεχνικής και μεθοδολογίας, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει και να δώσει άμεσα λύσεις στις απαιτήσεις της ερμηνείας και τις ανάγ̂κες του ηθοποιού.
Όσον αφορά τη Φωνοθεραπεία, η τοποθέτησή μου είναι απολύτως ευκρινής:
Η καλύτερη πρόληψη είναι η τεχνική.
Είναι άλλες οι ανάγ̂κες του ηθοποιού σε σχέση με αυτές του απλού ανθρώπου.
Ο ηθοποιός καλείται να κάνει πρωταθλητισμό.
Επομένως, οφείλει να γνωρίζει την τεχνική για να προστατεύσει τη φωνή του.
Ο Ρον̂τήρης όριζε την τεχνική στον ηθοποιό, ως τον απόλυτο έλεγχο του μυϊκού και του νευρικού του συστήματος.
Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να έχει μάθει να ελέγχει απόλυτα τη φωνή του.
Τι θα γίνει αν, λόγω κακοχρησίας, κλείσει σε μία παράσταση η φωνή του ηθοποιού;
Θα επανέλθει την επόμενη μέρα με τη φωνοθεραπεία, ή θα χρειαστεί να πάρει κορτιζόνη για να ανοίξει η φωνή;
Και αν συμβεί αυτό, τι θα κάνει τη μεθεπομένη που θα έχει πάλι παράσταση;
Πόσες κορτιζόνες θα πάρει και τι θα πάθει στο τέλος η φωνή και η υγεία του;
Όλα τα παραπάνω διδάσκον̂ταν συστηματικά και εφαρμόζον̂ταν μέχρι τη δεκαετία του 80, οπότε και άρχισε σιγά σιγά, ελλείψει καταρτισμένων δασκάλων και άξιων συνεχιστών εκμάθησης της Ορθοφωνίας (οι Ρον̂τήρης, Καραντινός, πλέον, δε βρίσκον̂ται εν ζωή), να φθίνει η τεχνική στο Θέατρο.
Αυτός ήταν και ο σκοπός της μετεκπαίδευσής μου στο εξωτερικό και συγ̂κεκριμένα στο Royal Central School of Speech & Drama (University of London), μετά την αποφοίτησή μου από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών:
Η τεχνική και επιστημονική κατάρτιση στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής, η οποία, όπως τότε -με το Ρον̂τήρη και τον Καραντινό- έτσι και σήμερα, δεν υφίσταται στην Ελλάδα.
Προσωπικά, είχα την ευλογία και την τύχη πατέρας μου να είναι ο Γρηγόρης Βαφιάς, ο οποίος υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Ρον̂τήρη στην Ορθοφωνία και που με την αποφοίτησή του, ο ίδιος ο δάσκαλός του τον διיόρισε καθηγητή Ορθοφωνίας στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος και μία από τις ωραιότερες φωνές του Θεάτρου μας.
Αυτός μου δίδαξε τις θεμελιώδεις αρχές της, ενώ διיακρίνον̂τας την κλίση μου, με προέτρεψε να τη σπουδάσω ενδελεχώς και να την κάνω έργο ζωής.
Όπως και έγινε.
Εμβαθύνον̂τας και προεκτείνον̂τας στο σύστημα του Ρον̂τήρη, συνειδητοποίησα ότι, τελικά, όλα είναι μουσική· και πως τα πάν̂τα βασίζον̂ται στην αναπνοή, στο ρυθμό και τον ήχο.
Για να αμφισβητήσεις, να αποδομήσεις ή να εξελίξεις κάτι, θα πρέπει πρώτα να το γνωρίσεις· να το μελετήσεις καλά.
Και ο Ρον̂τήρης, όχι μόνο δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε, αλλά, επί της ουσίας, δεν ξεπεράστηκε ποτέ.
Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει από τους μεταγενέστερους ακόμη προσεγ̂γιστεί· πόσο μάλλον ερμηνευτεί.
Είναι τόσο σύγχρονος και αναγ̂καίος, όσο ποτέ.
Παρεμ̂πιπτόν̂τως, στο πρώτο έτος της Σχολής, η καθηγήτρια της Ορθοφωνίας, αναγνωρίζον̂τας την επίδοσή μου στο μάθημα, με σήκωνε για να δείξω την τεχνική της αναπνοής στους συμμαθητές μου.
Είχε φρον̂τίσει ένα χρόνο πριν, να μου τη διδάξει ο πατέρας μου, όταν λόγω της μη έγ̂καιρης επιστροφής μου από την Αγ̂γλία, στην οποία είχα μεταβεί για την καλύτερη εκμάθηση της αγ̂γλικής, είχε παρέλθει η ημερομηνία αιτήσεων στο Υπουργείο Πολιτισμού για τη συμμετοχή μου στις εισαγωγικές εξετάσεις, με συνέπεια να παρακολουθήσω τα κύρια μαθήματα του πρώτου έτους της Σχολής, ως ακροατής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν υπέβαλα αίτηση σε καμία άλλη Δραματική, παρά μόνο σε αυτήν του Ωδείου Αθηνών.
Πότε θα είχα την ευκαιρία να τον έχω δάσκαλο σε μία Σχολή· πέραν του ότι εκείνη την εποχή, το Ωδείο Αθηνών, στη συν̂τριπτική του πλειοψηφία, είχε εξαίρετους καθηγητές.
Ό,τι είμαι σήμερα, σε ένα μεγάλο βαθμό, το οφείλω σε εκείνον και στη μητέρα μου, η οποία μου συμ̂παραστάθηκε με κάθε τρόπο.
Και από εδώ και πέρα, αρχίζει το δικό μου #ΜeΤoo και ο αγώνας για τη μεταλαμ̂πάδευση των γνώσεών μου και την αναγνώριση, απέναν̂τι στην ευνοιοκρατία.
Το 1987, όν̂τας ήδη δευτεροετής στη Σχολή, οι τριτοετείς αποφασίζουν να απέχουν από τα μαθήματα, αφενός λόγω κατάχρησης εξουσίας και ανάρμοστης συμ̂περιφοράς από τον τότε Διיευθυν̂τή της Δραματικής, αφετέρου λόγω της διδασκαλίας του μαθήματος της Ορθοφωνίας από τη σύν̂τροφό του (και πρώην απόφοιτο της Σχολής), η οποία δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την ανάληψη του μαθήματος.
Σε αυτή την απόφαση συμ̂παρίσταται και το έτος μου.
Η κινητοποίησή μας έφτασε μέχρι το Υπουργείο Πολιτισμού και στην προσωπική μας ακρόαση από την τότε Υπουργό, Μελίνα Μερκούρη.
Οι διיαβουλεύσεις που έγιναν είχαν ως αποτέλεσμα, την παραίτηση του Διיευθυν̂τή της Δραματικής από τη διδασκαλία του μαθήματος της Υποκριτικής, και για τα δύο έτη (Β΄ και Γ΄), την προσωρινή παύση της καθηγήτριας από τη διδασκαλία του μαθήματος της Ορθοφωνίας και τον περιορισμό της στη Γραμματεία της Δραματικής, μέχρι της αποφοιτήσεώς μας, και κατόπιν την επαναφορά της στη θέση της διδάσκουσας το μάθημα.
Ασφαλώς, η στάση μου να συν̂ταχθώ με το μέρος των συσπουδαστών μου, είχε και τις ανάλογες επιπτώσεις.
Στο Συμβούλιο των Καθηγητών, το οποίο συγ̂κλήθηκε στο τέλος του σπουδαστικού έτους και αφορούσε την επίδοση των μαθητών και την παράδοση της βαθμολογίας, μερικοί από τους καθηγητές των θεωρητικών μαθημάτων, οι οποίοι είχαν κληθεί από το Διיευθυν̂τή της Δραματικής για να παρακολουθήσουν τις εξετάσεις της Υποκριτικής, με βαθμολόγησαν με μέτριο βαθμό, επηρεάζον̂τας τοιουτοτρόπως, τόσο το μέσο όρο της βαθμολογίας μου στην Υποκριτική, όσο και την εν γένει βαθμολογία, εν συγ̂κρίσει με αυτήν του πρώτου τετραμήνου, η οποία ήταν ιδιיαίτερα υψηλή.
Η στάση του πατέρα μου στο Συμβούλιο υπήρξε αξιοπρεπής και ρητή.
Όταν έφτασε η στιγμή να μιλήσουν για μένα, είπε:
«Θα βαθμολογήσετε πρώτα όλοι σας και εγώ θα του βάλω το μέσο όρο της βαθμολογίας σας».
Μεταξύ αυτών ήταν και δύο από τους αγαπημένους μου καθηγητές, τους οποίους μνημονεύω ακόμη και σήμερα, με μεγάλη εκτίμηση και αγάπη.
Ο καθηγητής της Δραματολογίας, του οποίου αργότερα εκφώνησα επικήδειο, εκ μέρους των τότε αποφοιτησάν̂των από τη Σχολή, και η καθηγήτρια της Ιστορίας Θεάτρου και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, την οποία, στα στερνά της, όταν νοσηλευόταν σε ιδιיωτική κλινική, επισκεπτόμουν συχνά για να τη δω και να της κάνω παρέα, και της οποίας χαίρομαι που μπόρεσα και απάλυνα το άλγος, για την αδικία της προς το πρόσωπό μου.
Ήταν, ομολογουμένως, μία δύσκολη περίοδος· τόσο για μένα, όσο και για τον ίδιο τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν καθηγητής στη Σχολή.
Αμέσως μετά το πέρας της φοίτησής μου, υπηρετώ τη στρατιיωτική μου θητεία και κατόπιν αναχωρώ για το Λονδίνο και τη μετεκπαίδευσή μου στην Ορθοφωνία.
Με την επιστροφή στην Ελλάδα και ενώ φρον̂τίζω να διיατηρήσω επαφή με τη Σχολή μου, άλλωστε δίδασκε ο πατέρας μου σε αυτήν, όπως και η εν λόγω καθηγήτρια το μάθημα της Ορθοφωνίας, πληροφορούμαι, κάποια στιγμή, ότι παραιτείται της διδασκαλίας της και διיατελεί απλώς τα χρέη της Γραμματέως· με τη θέση της, τελικά, να αναπληρούται από την πρόσληψη άλλου καθηγητή.
Τότε συνειδητοποίησα ότι οι σχέσεις μου με τη Διיεύθυνση της Σχολής είχαν οριστικά διיαρραγεί και ότι, ουσιיαστικά, πλήρωνα το τίμημα της επιλογής μου να συμ̂παρασταθώ στους συσπουδαστές μου.
Μετά την εκδημία του Διיευθυν̂τή της Σχολής, ανέλαβε -σύμφωνα με το καταστατικό της, όν̂τας ως ο παλαιότερος καθηγητής Υποκριτικής- για μερικά χρόνια τη Διיεύθυνση της Δραματικής ο πατέρας μου· μέχρι που παραιτήθηκε για να μετοικήσει στη γενέτειρά του.
Φυσικά, όλο αυτό το διיάστημα, ούτε που πέρασε ποτέ από το μυαλό μας, τόσο από το δικό του όσο και το δικό μου, να υποβάλω αίτηση για πρόσληψη στη Δραματική.
Στο μεταξύ, το 1993, μετά την αποβίωση του Νίκου Παπακωνσταν̂τίνου, καθηγητή Ορθοφωνίας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, αποφασίζω να μεταβώ στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με σκοπό να αιτηθώ για να διδάξω το μάθημά της.
Στο πλατύσκαλο της Σχολής συναν̂τώ τον τότε Διיευθυν̂τή, τον αείμνηστο Τάσο Ρούσσο, σπουδαίο φιλόλογο και μεταφραστή, ο οποίος μαθαίνον̂τας το λόγο της έλευσής μου, με ευγενικό τρόπο με αποτρέπει να προχωρήσω σε αίτηση, αναφέρον̂τάς μου ότι είμαι ακόμη πολύ νέος και πως έχω όλο το χρόνο μπροστά μου για να διδάξω στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, οπότε ας δώσω τη δυνατότητα σε έναν παλαιότερο συνάδελφο να διδάξει το μάθημα, ο οποίος έχει ανάγ̂κη να βιοποριστεί και να συμ̂πληρώσει τα ένσημα για τη σύν̂ταξή του.
Δυστυχώς, ύστερα από ένα χρόνο ο αγαπητός συνάδελφος απεβίωσε.
Δε θα αναφέρω το όνομά του, από σεβασμό προς το πρόσωπο και τη μνήμη του.
Υπήρξε έν̂τιμος άνθρωπος, τον γνώριζα καλά· τον είχε εκπαιδεύσει ο πατέρας μου για να διδάξει την Ορθοφωνία στη Σχολή του, επειδή ο ίδιος, λόγω φόρτου εργασίας (διיεύθυνση Σχολής, διδασκαλία Υποκριτικής, εκπομ̂πές στο ραδιיόφωνο, παραστάσεις με το Εθνικό Θέατρο κ.λπ.), δεν προλάβαινε να κάνει και το μάθημα της Ορθοφωνίας.
Όσον αφορά εμένα, μετά από αυτό το περιστατικό, δεν επεδίωξα ποτέ να αιτηθώ για να προσληφθώ στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου· όταν ακόμη και μαθητές μου δίδαξαν, κατά καιρούς, σε αυτήν.
Πρώτη και τελευταία φορά που δίδαξα την Ορθοφωνία στο Εθνικό, ήταν το 1997, στην Πειραματική Σκήνη, έπειτα από πρόταση του Νίκου Περέλη, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε πολύ τη δουλειά μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό!
Εκείνη την εποχή, καλλιτεχνικός Διיευθυντής του Εθνικού Θεάτρου ήταν ο Νίκος Κούρκουλος· ο οποίος, μόλις του συστήθηκα, με ρώτησε τι κάνει ο πατέρας μου (τον είχε καθηγητή Ορθοφωνίας στη Δραματική Σχολή και τον εκτιμούσε πολύ) και να του μεταφέρω τους χαιρετισμούς του.
Δεν καταχράστηκα τη γνωριμία τους· δεν του εξέφρασα ποτέ την επιθυμία μου να προσληφθώ στη Σχολή του Εθνικού. Φυσικά, ούτε ο πατέρας μου μεσολάβησε για αυτό το σκοπό.
Έκανα τις ώρες διδασκαλίας για τις οποίες κλήθηκα και αποχώρησα.
Μέχρι πρότινος, όταν με ρωτούσαν οι μαθητές μου:
«Δάσκαλε, γιατί δε διδάσκετε στο Εθνικό;»
απλώς, τους ανέφερα: «Δεν ξέρω, δε με απασχόλησε ποτέ»·
ή ότι: «Δίδαξα κάποτε στην Πειραματική, απλά δεν έτυχε».
Τόσα χρόνια, είχα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δε θα διδάξω ποτέ στη Σχολή του Εθνικού ή του Ωδείου Αθηνών.
Τις είχα βγάλει εν̂τελώς από το μυαλό μου και έτσι προχώρησα παρακάτω τη ζωή μου.
Μέχρι που κάποια γεγονότα τα οποία αφορούν τις τρέχουσες εξελίξεις και τον τρόπο διδασκαλίας της Ορθοφωνίας, συνέτειναν πάλι στο να εκφράσω, προσφάτως, την επιθυμία μου για να διδάξω το μάθημά της στις συγ̂κεκριμένες Σχολές· αφού, τόσο με το Εθνικό όσο και με το Ωδείο Αθηνών, με συνδέουν, για διיαφορετικούς λόγους, μεγάλοι συναισθηματικοί δεσμοί.
36 χρόνια σιיωπής είναι αρκετά.
Ακριβώς τόσα χρόνια μεσολάβησαν, από τότε που άρχισε η ενασχόλησή μου με την Ορθοφωνία.
Αμέτοχος σε οποιαδήποτε συν̂τεχνία, συνύφανση ή δημιουργία σχέσης, η οποία θα μπορούσε να δρομολογήσει καταστάσεις και να καθορίσει τα γεγονότα· αφοσιωμένος στην Επιστήμη μου, στη μελέτη, τη συγ̂γραφή και τη διδασκαλία.
Πλέον δεν ντρέπομαι να αναφέρω, δημόσια, ότι αποτελώ και εγώ ένα ακόμη θύμα της αναξιοκρατίας.
Σύνηθες το φαινόμενο· ειδικά στην Ελλάδα.
Δε συμβαίνει πρώτη φορά· δυστυχώς, δε θα είναι και η τελευταία.
Και φτάνουμε πλέον στο σήμερα και στο προ ολίγων ημερών συνέδριο, όπου στη συζήτηση, μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για αναθεώρηση-επικαιροποίηση των απαιτούμενων προσόν̂των σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία της Ορθοφωνίας(;) (γιατί, άραγε;), ανάγ̂κη για έρευνα (;) (Έρευνα, πού; Στη Δραματική Σχολή, στην οποία καλείται ο δάσκαλος να διδάξει ένα σημαν̂τικό μάθημα για την εκπαίδευση του ηθοποιού και να δείξει την τεχνική; - Υπόψιν ότι στο βιογραφικό μου δηλώνεται η ιδιיότητα του ερευνητή· άλλωστε και στο παρόν ιστολόγιο, μεταξύ άλλων, έρευνα εκπονώ), και ανάγ̂κη για έκφραση της πολυφωνίας (;) (Η πολυφωνία στη διδασκαλία ενός μαθήματος το οποίο πραγματεύεται, αυστηρά, θέματα τεχνικής, προκαλεί σύγχυση και δυσκολίες στο στάδιο εκμάθησης για το σπουδαστή)·
ενώ, δεν παραλείπεται να θιγεί ότι η ύλη του μαθήματος θα πρέπει να διיευκρινιστεί (;) (Δηλαδή καλείται κάποιος να διδάξει, χωρίς να γνωρίζει το αν̂τικείμενο ή τι, ακριβώς, πρέπει να κάνει;), αγνοών̂τας, ταυτόχρονα, ποιος και για ποιους λόγους συνέταξε το νόμο για τον τρόπο διδασκαλίας της στις Σχολές·
και ακόμη, επισημαίνεται ότι προς το πέρας της φοίτησης και ενόψει των Διπλωματικών Εξετάσεων, θα υπάρξει ένα σημαν̂τικό ποσοστό σπουδαστών με φωνοτραύματα (;) (όταν η Ορθοφωνία πραγματεύεται ακριβώς το αν̂τίθετο; Ποιος ο λόγος να διδάσκεται τότε το μάθημά της στις Σχολές; Πέραν αυτού, λειτουργική φώνηση με φωνοτραύματα γίνεται;).
Τέλος, σε ερώτημα που ετέθη από το κοινό (για του λόγου το αληθές, άλλη ήταν η ερώτηση), συστήνεται, ως ικανός τρόπος για την ανάληψη της διδασκαλίας του μαθήματος, η αποφοίτηση από Σχολή Λογοθεραπείας (;) (Αναρωτιέμαι, όχι η αποφοίτηση από Δραματική Σχολή;) και η μετεκπαίδευση στο Central School of Speech & Drama. [Στην Έκθεση αναφέρομαι λεπτομερώς (στις σελ. 4-6) στο γνωστικό πεδίο, στο οποίο πρέπει να έχει κανείς εμβαθύνει, για να μπορέσει να διδάξει επαρκώς και σωστά την Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής σε μία Σχολή].
Όσον αφορά την τοποθέτησή μου στη συζήτηση, αυτή, προφανώς, εκλήφθηκε από κάποιους ως εμ̂πειρικού, χωρίς εξειδίκευση, και επομένως παλιακού δασκάλου, όταν μετά τους Ρον̂τήρη, Καραντινό, είμαι ο πρώτος, εδώ και πολύν καιρό, ο οποίος μετέβην για μετεκπαίδευση στην παραπάνω Σχολή.
Είναι και αυτό ένα στοιχείο της γενικότερης άγνοιας η οποία υπάρχει στο χώρο των περισσότερων Σχολών, σχετικά με την Ορθοφωνία και τον τρόπο διδασκαλίας της.
Εν κατακλείδι, από τα παραπάνω συνάγεται το συμ̂πέρασμα ότι αναφερόμαστε σε δύο συναφείς, αλλά διיαφορετικές ειδικότητες:
Στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής (Ορθοφωνία) και στην Εκπαίδευση της Φωνής (όπως, τουλάχιστον, ορίστηκε από κάποιους συνομιλητές στο συνέδριο)· με την πρώτη, ωστόσο, να πραγματεύεται πολλά περισσότερα στην Εκπαίδευση του ηθοποιού, απ’ ό,τι η δεύτερη.
Συνεπώς, καμία αναθεώρηση ή επικαιροποίηση του ΦΕΚ δε χρειάζεται, εκτός από το να επισημανθεί ότι, εφόσον πρόκειται για ηθοποιό ή σκηνοθέτη ο οποίος καλείται να τη διδάξει, οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά την τεχνική.
Σε ό,τι αφορά την Επιστήμη μου, την Εκπαίδευση του ηθοποιού και το Θέατρο, δεν τίθεται καν το ζήτημα το οποίο αναφέρθηκε στο συνέδριο:
Αγωγή Λόγου ή Φωνή;
Ούτε ως τίτλος συζήτησης:
«Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας: Φωνή»
όπως, ατυχώς, διיατυπώθηκε στο πρόγραμμα της διημερίδας.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε το Λόγο, ο οποίος αποτελεί ουσιיαστικό κεφάλαιο της Ορθοφωνίας και περικλείει:
1. την άρθρωση (δηλαδή την ενδυνάμωση των φθογ̂γοπλαστικών οργάνων, την ορθή φώνηση των γραμμάτων-ήχων της γλώσσας μας, τις κλίσεις των συμφωνικών συμ̂πλεγμάτων και την άσκηση σε ειδικά συν̂ταγμένα κείμενα)
2. τους κανόνες προφοράς (οι οποίοι αφορούν τις ευ̂φωνικές συνηχήσεις, τις εξαιρέσεις, την προφορά των δίψηφων συμφώνων των ξένων λέξεων, ανά περίπτωση, τις συνιζήσεις ή μη των διφθόγ̂γων, την τροπή ή όχι του [σ/ς] σε άτονο [ζ] κ.ά.)
3. την εκφορά και δη τα δραματικά στοιχεία (όπως το ρυθμό, την παύση, την άρση, τη θέση, τα σημεία στίξης, τον τόνο, τον τονισμό, τον επιτονισμό, την αναπνοή, την έν̂ταση της φωνής), τα οποία σχετίζον̂ται άμεσα με τον τρόπο μελέτης και προσέγ̂γισης της κατάστασης, και κατ’ επέκταση με την ερμηνεία και την τέχνη της πειθούς.
Τα συγ̂κεκριμένα ζητήματα διδασκαλίας αφορούν:
το Λόγο και τη Φωνή, σε απόλυτη συνάφεια με την Υποκριτική· τόσο για την εκγύμναση και την προστασία του σημαν̂τικότερου μέσου έκφρασης του ηθοποιού, το οποίο είναι η φωνή, όσο και για την ανάδειξη της ερμηνείας.
Αυτή ήταν, άλλωστε, και η τοποθέτησή μου στη σύσκεψη:
«Ζητήματα που αφορούν τη διδασκαλία της Αγωγής του Προφορικού Λόγου και της Φωνής (Ορθοφωνία)».
Λαμβάνον̂τας δε υπόψη ότι περιελήφθη στη συζήτηση και η Φωνητική (Τραγούδι), ο ιδανικός τίτλος θα ήταν:
Ειδικά Ζητήματα Διδασκαλίας:
ΑΓΩΓΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΦΩΝΗΣ - ΦΩΝΗΤΙΚΗ
Επίσης, θα πρέπει να καταστεί σαφής η διיαφορά ανάμεσα στα δύο μαθήματα:
Στην Αγωγή του Προφορικού Λόγου και της Φωνής και στη Φωνητική.
Αναφέρομαι σε αυτό, γιατί στις Δραματικές Σχολές τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, όλο και πιο συχνά, το φαινόμενο η διδασκαλία της πρώτης να γίνεται από καθηγητές της δεύτερης· όταν η Ορθοφωνία, επισημαίνω πάλι ότι, πραγματεύεται πολλά περισσότερα στην Εκπαίδευση του ηθοποιού από ό,τι η Φωνητική, η οποία αφορά, ως επί το πλείστον, τον τραγουδιστή.
Από πολύ μικρό παιδί βρέθηκα στους χώρους του Εθνικού και της Επιδαύρου· μεγάλωσα σε αυτούς.
Πρόλαβα και είδα τις παραστάσεις και τις πρόβες των μεγάλων ηθοποιών και δημιουργών της χρυσής εποχής του.
Μία πραγματική μυσταγωγία.
Με τα ακούσματα και το χειροκρότημα να ηχούν έν̂τονα στα αφτιά μου· τις εικόνες, τις μορφές, τα βιώματα από την ενέργεια του χώρου και τη λάμψη των παραστάσεων να είναι ανεξίτηλα χαραγμένα στη μνήμη, στα μάτια και στην ψυχή.
Το Εθνικό Θέατρο είναι ο καθρέφτης του Πολιτισμού μας· και οφείλει να διיατηρήσει και να καλλιεργήσει αυτή την πολύ σπουδαία παράδοση της κλασικής προσέγ̂γισης και απόδοσης των έργων του Αρχαίου Δράματος, η οποία θαυμάστηκε και αν̂τιμετωπίστηκε με δέος, απ’ όλο τον κόσμο· ως ένα είδος θεάτρου μοναδικό και αξεπέραστο, το οποίο μόνον εμείς μπορέσαμε να δημιουργήσουμε και να εξελίξουμε.
Η ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟN̖TΗΡΗ, ΤΗΝ ΟΡΘΟΦΩΝΙΑ, ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Αν θέλουμε να ανακάμψει το Θέατρό μας και να ξαναδούμε μεγάλα πράγματα στην Επίδαυρο, θα πρέπει να αναζητήσουμε και να διδάξουμε την τεχνική και τα κείμενα, ακριβώς εκεί που τα αφήσαμε.
Να εγ̂κύψουμε και να μελετήσουμε τους εμ̂πνευσμένους Δασκάλους και τους μεγάλους Δημιουργούς.
Εκεί θα βρούμε τις λύσεις· εκεί υπάρχουν οι απαν̂τήσεις, εκεί θα εν̂τοπίσουμε τις ερμηνείες, για όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου